Είναι φορές που με πιάνει μια παρορμητική επιθυμία να μπω και να καταγράψω εδώ τους δαίδαλους και τα παιχνιδίσματα της σκέψης μου ή τις "φιλοσοφικές ατάκες" που μου 'ρχονται κατά καιρούς, αλλά μετά με παίρνει από το χέρι η Σιωπή και με οδηγεί και πάλι σε έναν αέναο εσωτερικό μονόλογο και στην άνιση μάχη που δίνω εδώ και τόσο καιρό με τη ματαιότητα.
Ω, ναι και οι στίχοι από ένα ποίημα που με εκφράζει κατά πολύ, αυτήν την εποχή:
Το Ταξίδι
Ι
Για τα παιδιά που οι ζωγραφιές κι οι χάρτες τα μαγεύουν
Είναι σαν τη λαχτάρα τους η Σφαίρα μας τρανή
Α! Πώς στης λάμπας τη φεγγιά τα όρια της αλαργεύουν
και πόσο μπρος στις θύμησες γίνεται αυτή μικρή!
Κάποιο πρωί μ’ ολόφλογη τη φαντασία κινάμε,
Γεμάτη πόθους την καρδιά κ΄ έχτρες που μαραζώνουν,
Και της ψυχής μας το άπειρο ως με το κύμα πάμε
Λικνίζουμε σε θάλασσες τρανές μα που τελειώνουν.
Άλλοι χαρούμενοι που μια πατρίδα άτιμη αφήκαν
Άλλοι, το φρικτό λίκνο τους, και μερικοί - αστρολόγοι
που ωστόσο μες τα μάτια μιας γυναίκας επνιγήκαν,-
Την Κίρκη με το επίφοβο μοσχοβοτανολόγι
Κι όμοιοι για να μη γίνουνε με ζώα, από φως μεθούνε,
απ΄το άπειρο κι απ΄ ουρανούς κόκκινους σα φωτιά.
οι πάγοι τους δαγκώνουνε κ’ οι ήλιοι που καίνε, σβούνε
σιγά-σιγά στα χείλη τους τα ίχνη απ΄ τα φιλιά.
Μα αληθινοί ταξιδευτές εκείνοι είναι που φεύγουν
μονάχα για να φύγουνε. λαφρές καρδιές καθώς
μπαλόνια, το μοιραίο τους ποτέ δεν τ’ αποφεύγουν.
χωρίς να ξέρουν το γιατί, πάντοτε λένε «Εμπρός!»
Εκείνοι που σαν σύννεφα οι απροθυμιές τους μοιάζουν
και που σαν νεοσύλλεκτοι κανόνια λαχταρούν
άγνωστες ηδονές τρανές, που πάντοτε αλλάζουν
Και που τι όνομα έχουνε δεν μπόρεσαν να βρουν!
ΙΙ
Φρίκη! Σαν σβούρα μοιάζουμε, σαν φούσκα που πηδάει·
Ακόμα και στον ύπνο μας, απάνω μας σιμώνει,
Μας δέρνει η Περιέργεια και μας κυλά στα χάη,
Σαν ένας Άγγελος σκληρός που ήλιους μαστιγώνει.
Μοίρα παράξενη! Ο σκοπός πάντα άλλη θέση παίρνει,
Μια και δεν είναι πουθενά, τι νοιάζει που’ ναι αυτός;
ο Άνθρωπος που ακούραστα η Ελπίδα τόνε σέρνει,
τρέχει την ησυχία να βρει αιώνια σαν τρελός
Πλοίο τρικάταρτο η ψυχή, ζητάει την Ικαρία·
Κάποια φωνή απ’ την γέφυρα φωνάζει: «Προσοχή!»
Κι από τη σκοπιά μια άλλη φωνή απαντά: «Ευτυχία…
Έρωτας…Δόξα...» Κόλαση! σκόπελος είν’ εκεί!
Κάθε νησάκι που ο σκοπός του πλοίου μακριά κοιτάζει,
Είν’ Ελδοράδο που μας έχει η Μοίρα υποσχεθεί·
Κι η Φαντασία, που έξαλλη στην κεφαλή οργιάζει,
Βρίσκει μόνο έναν ύφαλο μόλις ο ήλιος βγει.
Ω των χιμαιρικών χωρών ο ποθοπλανταγμένος!
Στα σίδερα ή στη θάλασσα πρέπει να πεταχτεί
Ο οικτρός σκοπός, που Αμερικές βλέπει σαν μεθυσμένος
Κι η πλάνη του το βάραθρο το κάνει πιο βαθύ;
Κι ο γερο- αλήτης έτσι δα στις λάσπες που πατάει,
Χάσκοντας, παραδείσια ονειρεύεται παλάτια·
Σε κάθε τρώγλη που κερί μονάχα την φωτάει,
ανακαλύπτουν Κάπουες τα εκστατικά του μάτια.
Σαρλ Μπoντλέρ-Τα άνθη του Κακού, μετάφραση Γεωργίου Σημηριώτη.
Εικόνες: Monika Blatton
(Σε ποιους αναφέρεται με τη λέξη 'Κάπουες' δεν μπόρεσα να το βρω. Κάθε πληροφορία δεκτή)
.