Πέμπτη 15 Απριλίου 2010

Λογοκεντρισμός

Λογοκεντρισμος (Daniel Chandler)

Μια περαιτέρω ερμηνευτική μεροληψία, που ευνοεί την γλωσσική επικοινωνία πέραν των αποκαλυπτικά ονομαζομένων ‘μη-λεκτικών’ μορφών επικοινωνίας και έκφρασης, και πέραν των μη λεκτικά εκφραζομένων αισθημάτων είναι ο λογοκεντρισμός. Ο λογοκεντρισμός ευνοεί και το μάτι και το αυτί πέραν άλλων αισθήσεων όπως η αφή.

Για πολλούς από μας, η λεκτική γλώσσα παίζει κεντρικό ρόλο στην αίσθηση της ταυτότητάς μας: δεν είναι ένα ουδέτερο όχημα επικοινωνίας, αλλά ο κύριος τρόπος με τον οποίον γνωρίζουμε τον εαυτό μας.
Σε οποιαδήποτε συζήτηση του προφορικού και του γραπτού λόγου, οι ρομαντικοί μπορεί να αποκαλύπτουν κάποιαν αίσθηση απώλειας ή την επιθυμία να ζήσουν σε μια κουλτούρα προ-εγγράμματη, ενώ οι ορθολογιστές μπορεί να προωθούν τη γραφή ως την ‘τεχνολογία της διανόησης’.
Οι ρομαντικοί επαναλαμβάνουν τα λόγια του ποιητή Shelley για ένα όραμα εμπειρίας της μυστικής αίσθησης του να γίνεις ένα, του να ενσωματωθείς στο οικουμενικό όλο: «Ας θυμηθούμε τις αισθήσεις μας ως παιδιά. Τι καθαρή και έντονη αντίληψη είχαμε του κόσμου και των εαυτών μας… Λιγότερο συνήθως διακρίναμε όλα όσα βλέπαμε και αισθανόμαστε από τον εαυτό μας. Έμοιαζε ωσάν να συνιστούσαν μια μάζα».
Αφού τέτοια ολιστικά οράματα τονίζουν την ενότητα του γνώστη και του γνωστού, η εμπειρία της παιδικής ηλικίας απεικονίζεται ως σχεδόν ‘αμεσολάβητη’.
Κι όμως, ολόκληρη, εκτός από την πιο αφελή επιστημολογία, εισηγείται ότι η εμπειρία μας του κόσμου είναι αναπόφευκτα μεσολαβημένη.

Για τον φιλόσοφο Alfred North Whitehead «η πραγματική εμπειρία είναι για τον καθένα ένα συνεχές σύνολο, αποσπασματικό, με στοιχεία που δεν διαχωρίζονται σαφώς», αλλά «η γλώσσα… μας φορτώνει ακριβείς έννοιες, ωσάν να αντιπροσώπευαν την άμεση έκφραση της εμπειρίας».
Η αντίληψή μας για τον κόσμο είναι αναπόφευκτα προϊόν ενεργειών επιλογής, προβολής και συμβολισμού. Η γλώσσα παίζει μεγάλο ρόλο σ' αυτές τις πράξεις: είναι σχεδόν αδύνατο να απεμπλέξει κανείς αυτό που αισθανόμαστε από τις κατηγορίες, με τις οποίες οργανώνουμε τις εμπειρίες μας. Όπως το θέτει ο Gabriel Josipovici, «η γλώσσα… δεν είναι ποτέ ουδέτερη. Για να κατανοήσουμε τον κόσμο, πρέπει να του επιβάλλουμε ένα σχήμα. Το να μιλάμε είναι εξ ίσου δημιουργία όσο και αναφορά».

Για μερικούς εμπειρικούς σχολιαστές (όπως ο Locke) η γλωσσική μεσολάβηση εκφράζεται σε όρους μεσιτείας της γλώσσας ‘μεταξύ’ αυτών και της ‘πραγματικότητας’. Τέτοια άποψη παρουσιάζει τη γλώσσα ως ‘διαστρεβλωτική’ μιας ‘αντικειμενικής πραγματικότητας’. Αλλά οι κονστρουκτιβιστές (στην κοινωνιολογία, την κοινωνική ψυχολογία και την ψυχολογία της αντίληψης) τονίζουν το ρόλο της γλώσσας στην κατασκευή της πραγματικότητας.
Η γλώσσα δημιουργεί και διαχωρίζει τον ‘γνώστη’ από το ‘γνωστό’, το ‘υποκείμενο’ από το ‘αντικείμενο’. «Γνωρίζουμε τι είναι ένα πράγμα αποκόπτοντάς το από άλλα πράγματα». Κατηγοριοποιούμε ακόμη κι αυτό που δεν είναι σαφώς διακεκριμένο ή οριοθετημένο: όπως στην περίπτωση ενός ‘λόφου’ ή μιας ‘γωνίας’. Πράγματι, τα πράγματα δεν υπ-άρχουν (ex-ist, stand out) έως ότου τα καλέσουμε στην ύπαρξη: δημιουργούμε μάλλον παρά ανακαλύπτουμε τους κόσμους που γνωρίζουμε, μέσω των κατηγοριών που αντλούμε από τη γλώσσα.
Με την έννοια αυτή ζούμε στον κόσμο, κι όλες οι λέξεις είναι ‘αφαιρέσεις’: δεν μπορεί να υπάρχει άμεση αντιστοιχία μεταξύ της λέξης και του κόσμου. ‘Ο κόσμος’ υπάρχει μόνο στη γλώσσα.


Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η γλώσσα επεκτείνει την αίσθησή μας του κόσμου ως πράγματος, ενώ την ίδια στιγμή τείνει να μειώνει την αντίληψη μας για τη μεσολάβησή της (τουλάχιστον στην εμφανή ‘διαφάνεια’ της καθημερινής χρήσης). Κάθε συνηθισμένη γλωσσική αναφορά σε ένα φαινόμενο φρεσκάρει την αίσθηση της ανεξάρτητης ύπαρξης ‘εκεί έξω’ αλλά μας αναισθητοποιεί ως προς την επιγραφοποίηση.
Ο Marcel Proust δήλωσε ότι «είναι η παρατήρησή μας που βάζει τα πράγματα σ’ ένα δωμάτιο. Ο εθισμός μας στην ύπαρξή τους τα παίρνει πάλι πίσω». Η παρατήρηση κάποιου πράγματος αντιπροσωπεύει μια φευγαλέα στιγμή κατηγορικής διάσπασης. Μερικοί ευαίσθητοι κι έμπειροι χρήστες της γλώσσας αισθάνονται ένα είδος απώλειας από την κατηγοριοποίηση του κόσμου μας.

Γράφοντας το 1905, ο H. G. Wells θρήνησε ότι «οι λαβίδες των μυαλών μας είναι αδέξια εργαλεία και τραυματίζουν λίγο την αλήθεια προσπαθώντας να την συλλάβουν». Αλλά, βέβαια, χωρίς κατηγορίες, όπως ο ψυχολόγος Jerome Bruner σημείωσε, θα είμαστε ‘σκλάβοι του συγκεκριμένου’. Ο Silvano Arieti ισχυρίζεται επίσης ότι, η γενίκευση είναι μια ψυχολογική ανάγκη: Τείνουμε να αντιλαμβανόμαστε αυτό που μπορούμε εκ των υστέρων να καταλάβουμε ή να τοποθετήσουμε σε κάποια κατηγορία, και τείνουμε να παραβλέπουμε το υπόλοιπο.
Αν δεν ενεργούσαμε έτσι, θα κατακλυζόμαστε από μια πλημμύρα άσχετων ερεθισμών. Το νεογέννητο μωρό δεν αισθάνεται τίποτε άλλο παρά ερεθισμούς των αισθήσεων. Ο κόσμος γύρω του εξακολουθεί να είναι μια βουερή και ανθηρή συνειδητοποίηση ανοργάνωτων ερεθισμών. Γι αυτό δεν μπορούμε να θυμηθούμε τις παιδικές μας εμπειρίες.
Η γλώσσα εκτείνει την ‘κατανόησή’ μας για το ‘ακατανόητο’. Αν το παρελθόν, το μέλλον, το μακρινό, το αφηρημένο πρόκειται να υπάρξουν, θα πρέπει να υπάρξουν συστήματα σημασιοδότησης για να δημιουργήσουν και να αναφερθούν σ' αυτά».

Πάντως, η χρήση της γλώσσας μπορεί είτε να ενισχύσει ή να εμποδίσει την εξέλιξη των ιδεών. Ο Arthur Koestler υποστηρίζει ότι «συχνά κάποια πολλά υποσχόμενη διαίσθηση ξεραίνεται προτού ανθίσει, αν εκτεθεί πρώιμα στο οξύ λουτρό των λεκτικών ορισμών. Άλλες μπορεί να μην αναπτυχθούν ποτέ χωρίς τέτοια λεκτική έκθεση».
Ο αμερικανός κοινωνιολόγος Joseph Gusfield δέχεται ότι «η πραγματικότητα είναι υπέρ το δέον διφορούμενη, αβέβαιη και ασυνεπής, για να αντιστοιχεί σε κατηγορίες που την κάνουν ξεκάθαρη, σίγουρη και συνεπή».

Πάντως, η φιλόσοφος Agnes Heller, εισηγείται ότι: Η ανεπάρκεια της καθημερινής γλώσσας στην έκφραση των ιδιωτικών αισθημάτων και ιδιωτικών σκέψεων δεν αποτελεί… ένα ελάττωμα που πρέπει να εξαλειφθεί. Η γλώσσα είναι μόνο χρηστική, είναι μόνο ‘γλώσσα’ επειδή είναι ή μπορεί να είναι ανεπαρκής από την άποψη αυτή. Μόνο με ενέργειες διαφορετικές από το λόγο ή μέσω της μεσολάβησης τέτοιων ενεργειών ή στάσεων μπορεί η γλώσσα επαρκώς να εκφράσει την υποκειμενική κατάσταση του ‘προσώπου’.
Οι Terence Moore και Chris Carling προτείνουν ότι ‘οι περιορισμοί της γλώσσας’ περιλαμβάνουν «αυτό που δεν μπορούμε εύκολα να πούμε, αυτό που δεν θα έπρεπε καν να προσδοκούμε ότι είμαστε ικανοί να πούμε» και ότι αυτοί οι περιορισμοί «δεν μπορούν ποτέ να ξεπεραστούν τελείως, μόνο να μειωθούν». «Οι λέξεις μπορούν αφ’ ενός να μας βοηθήσουν να επιβάλλουμε κάποια τάξη στην εμπειρία της ζωής μας, ενώ την ίδια στιγμή μας εξαπατούν κάνοντάς μας να πιστεύουμε, ότι η τάξη αυτή είναι μεγαλύτερη απ’ ότι είναι».
Ο Gabriel Josipocivi υποστηρίζει ότι: «Το να χρησιμοποιείς τη γλώσσα 'καθόλου' είναι σαν χρησιμοποιείς ένα εργαλείο που έχει φτιαχτεί από άλλους. Δεν είναι που το καθαρά ατομικό δεν μπορεί να εκφρασθεί στα αγγλικά. Είναι που δεν μπορεί να εκφρασθεί με τη γλώσσα 'καθόλου'… Όλες οι γλώσσες είναι ξένες γλώσσες… ξένες προς εμάς… δηλαδή… δεν είναι ποτέ η γλώσσα μου, γιατί ‘εγώ’ δεν έχω γλώσσα». Γεννιόμαστε με τις συμβατικές υποχρεώσεις της γλώσσας, που χρησιμοποιείται ήδη. Τα άτομα δεν μπορούν να διαρρήξουν το συμβόλαιο, αν κι οι λογοτέχνες μπορεί να συμβάλλουν στην παραβίαση των κανόνων.

Όπως γράφει ο Jean-Jacques Lecercle, «η γλώσσα είναι αναμφίβολα κοινωνική και συλλογική. Η σημασία ανήκει στην κοινότητα, προτού την κάνω δική μου, και, παρά την ατομικότητα του δικού μου στυλ, μπορώ μόνο να διατυπώνω αυτό, που μου διατίθεται από το σύστημα.
Ενώ, όπως θα ισχυριζόνταν ο Chomsky, οι περισσότερες από τις φράσεις μας είναι πιθανόν μοναδικές, τα γραμματικά πρότυπα που χρησιμοποιούμε δεν είναι. Με την έννοια αυτή η γλώσσα είναι ένα συντηρητικό μέσο, ένα γνώρισμα που, ενώ τείνει να αποθαρρύνει τη ριζική καινοτομία στην καθημερινή χρήση, επεκτείνει την επικοινωνιακή δύναμη του μέσου.

Ο Josipovici (αναπτύσσοντας την οπτική του Roland Barthes) προχωρεί πιο πέρα: «Στην πραγματικότητα ομιλούμαστε, ή γραφόμαστε, από δυνάμεις έξω από μας. Δεν είμαστε ομιλητές τόσο όσο παπαγάλοι. Βέβαια αυτές οι δυνάμεις δε συνιστούν κάποιο υπερβατικό όν ή ιστορική αναγκαιότητα, αλλά μάλλον το πλήθος των αιωνίως συγκρουομένων και μεταβαλλομένων πιέσεων που συνιστούν αυτό που θεωρούμε ως ‘πραγματικότητα’».

Ο Bruner παρατήρησε ότι για τα παιδιά προσχολικής ηλικίας ‘η σκέψη και το αντικείμενο της σκέψης έμοιαζε να είναι ένα’, αλλά ότι κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης μαθαίνει κανείς να διαχωρίζει τη λέξη από το αντικείμενο, συνειδητοποιώντας την ‘διαφορετικότητα του ατόμου και της άποψής του’.
Μερικοί ρομαντικοί μπορεί (τουλάχιστον αναδρομικά) να συνταυτίζονται με την παιδική αίσθηση αύξοντος διαχωρισμού, από αυτό που μπορεί να περιγραφεί. Η λεκτική περιγραφή κάποιων ανθρώπινων εμπειριών θεωρείται ευρέως ότι τις ‘καταστρέφει’. Πράγματι, συχνά οι άνθρωποι λένε ‘δεν υπάρχουν λέξεις για να περιγράψουν πώς αισθάνομαι».
Όπως το έθεσε ο Edward Ballard: Πολλές από τις πιο τυπικά ανθρώπινες εμπειρίες, όπως οι εμπειρίες της υποβολής ιδεών, απόφασης, άγχους, ενόρασης, αυτογνωσίας, ταυτοποίησης μοιάζει πράγματι να ανθίστανται σε ακριβή και κυριολεκτική περιγραφή ακόμη και σε γλώσσες, που έχουν τους πλουσιότερους λογικούς πόρους. Η χαρακτηριστική αμεσότητα των εμπειριών αυτών (ή πλευρών της εμπειρίας)… δεν προσφέρει τίποτε για τυποποίηση.
Είναι απίθανο να υπάρχει κάποιος που δεν έζησε την απογοήτευση του να έχει, σε κάποια περίσταση, ‘χάσει τα λόγια του’. Όλα αυτά που μπορούμε να πούμε είναι ‘δεν μπορώ να εξηγήσω’ ή ‘δεν ξέρω πώς να το πω αυτό’. Όπου αισθάνομαι υποχρεωμένος να χρησιμοποιήσω μια γλώσσα, που παρά ταύτα βρίσκω ανεπαρκή, μπορεί να αισθάνομαι ότι η γλώσσα ‘παρεμβαίνει μεταξύ’ ‘εμού’ και της ‘εμπειρίας’. Ή μπορεί να αισθάνομαι ότι παρασύρθηκα από τη γλώσσα στο να επιτρέψω σε μιαν εμπειρία να διαμορφωθεί από τις λέξεις που ‘βρήκα τον εαυτό μου να χρησιμοποιεί’.

Για να μην μας οδηγούν οι τέτοιες συγκυριακές απογοητεύσεις κι η λογοτεχνική ελευθεριότητα στη μεγαλοποίηση των περιορισμών της γλώσσας για καθημερινούς σκοπούς, είναι εξ ίσου καλό να θυμόμαστε ότι οι τρόποι, με τους οποίους χρησιμοποιείται η γλώσσα, είναι συχνά πιο εκφραστικοί από τις ίδιες τις λέξεις. Ως, ομολογουμένως, ακραίο παράδειγμα, ο Stanislavski φημολογείτο ότι εξέταζε ηθοποιούς απαιτώντας να εκφράσουν 40 διαφορετικές σημασίες της λέξης «απόψε».
Κι όλοι μας είμαστε αρκετά συνηθισμένοι στο να ‘διαβάζομε ανάμεσα από τις γραμμές’ στον προφορικό λόγο: να βγάζουμε σημασία, από αυτό που δεν έχει άμεσα εκφρασθεί με τις επιλεγμένες λέξεις.
Πάντως, το ότι είμαστε ικανοί να πούμε στον εαυτό μας ότι αυτό που ‘βάλαμε σε λέξεις’ δεν είναι πάντα ακριβώς αυτό που εννοούμε, αποτελεί αντανάκλαση μιας διαδεδομένης αναγνώρισης της σημασίας του μη λεκτικού στοιχείου στη σκέψη (που αρνούνταν οι πρώιμοι συμπεριφοριστές).


ΠΗΓΗ
-