Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Προσωρινή Στάση



Ας λέω ότι δε θα γράψω.
Οι λέξεις σφηνώνονται μέσα στο μυαλό μου μέχρι να βρουν διέξοδο.
Όπως χθες που με χτύπησε απρόσμενα το:

Και μια μέρα
να 'ρθεις να λογαριαστούμε.
Όχι εσύ όμως
αλλά το αστέρι που κρύβεις μέσα σου.

Ή το άλλο που με τριβέλιζε για μέρες, μέχρι που το ‘γραψα και ησύχασε:

Όπως στους μικρούς μαθαίνουν πώς να μιλούν
έτσι θα 'πρεπε να μαθαίνουν και στους μεγάλους πώς να σιωπούν!

Κι αυτό, που από χθες θα μου φάει το μυαλό αν δεν το αποτυπώσω.

Κάθε μέρα παλεύω με τους δαίμονές μου.
Και κάθε μέρα με νικούν.
Όμως κάθε πρωί ξυπνάω ζωντανή.

Και καμιά δεκάδα από φιλοσοφικές ατάκες του κιλού, να διασκεδάζουμε αυτές κι εγώ εν τω άμα της γέννησής τους.
(Τις παλιές τις έχω ξεχάσει όλες, τις τυχόν καινούργιες θα τις καταγράψω όλες μαζί σε σετ δώρου.)

Έρχονται οι λέξεις, στροβιλίζονται μέσα μου και μόνο άμα τις ξορκίζω αποτυπώνοντάς τες μπορούν να φύγουν για να μείνει το κενό και να δημιουργηθεί θέση για τις επόμενες που ίσως περιμένουν τη σειρά τους. 

Διαμετακομιστικό δοχείο στο ταξίδι τους ο εαυτός μου…

Κι ένα τελευταίο:

Είμαστε κι εμείς
οι ανώνυμοι επιβιώσαντες
που παίρνουμε τη ζωή
ένα βήμα τη φορά.


.

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

La Grande Bellezza

Έχει καιρό που σταμάτησα να γράφω.
Από τη μια διάφορες συγκυρίες που με ισοπέδωσαν κι απ’ την άλλη ένας σκεπτικισμός για τον πραγματικό κινητήριο λόγο και την χρησιμότητα των όσων θα έγραφα, μαζί με μια ανήλεη κριτική.
Έτσι, άφηνα/αφήνω τις διάφορες ιδέες να έρχονται περαστικές από το μυαλό μου και να φεύγουν ανεπεξέργαστες (ούτε καν μια δεύτερη σκέψη επ' αυτών).
.
Από μένα πέρασα και στους άλλους, απορρίπτοντας ποιήματα που δεν είχαν τη λάμψη, τη στίλβη της πραγματικής ουσίας. Λόγια, λόγια, λέξεις, λέξεις, προσπάθειες επί προσπαθειών…Γιατί να ονομάζονται όλα ποίηση;
Ολόκληρα κατεβατά με άσκοπους πλατειασμούς νοημάτων, αχρείαστες λεπτομέρειες με τη μορφή εντυπωσιακών λέξεων... Τόσο κενό που χρήζει προβολής για να τραφούν εκατοντάδες «ποιητικά Εγώ»… Και ξαναρωτάω απέλπιδα: γιατί να ονομάζονται όλα αυτά Ποίηση;
Αυτό νομίζω θα ‘ταν το πρώτο κρατούμενο.

Το δεύτερο κρατούμενο ήρθε από μια ιταλική ταινία:  La Grande Bellezza  (The Great Beauty).
Ένας πολύ φινετσάτος εργένης,  πρώην συγγραφέας, επίκεντρο των κοσμικών κύκλων, ζει σε ένα κενό κοσμικότητας και δήθεν κουλτούρας, εκφυλισμού της τέχνης…
.
 (αν και θα ‘χα πάρα πολλά να πω και για τον χαρακτήρα του έργου και για τον εξαίρετο ηθοποιό που τον ενσαρκώνει και γενικότερα για τα μηνύματα που υπάρχουν μέσα στην ταινία – και για τα εμφανή και για τα άλλα, αυτά που είναι κρυμμένα σε μικρές λεπτομέρειες, δε θα πω τίποτα και θα τα παραλείψω -περισσότερες πληροφορίες και κριτική για την ταινία εδώ, πατήστε σύνδεση για να μπείτε στα ενδότερα της σελίδας)
.
…Κάποια στιγμή, λοιπόν, αυτός ο κοσμικά περιφερόμενος από πάρτι σε πάρτι και από event σε event, συναντάει ένα ζευγάρι και τους ρωτάει πώς θα περάσουν το βράδυ τους. Του απαντούν ότι εκείνη θα τελειώσει το σιδέρωμα, θα πιουν μαζί ένα κρασί και μετά θα πάνε για ύπνο και τότε αυτός αναφωνεί για το πόσο ωραίοι άνθρωποι είναι.

Το τρίτο κρατούμενο ήρθε από μια χθεσινή φευγαλέα συζήτηση για τη ματαιότητα, το τι είναι ζωή και τι αξίζει σ' αυτήν… (με αναπόφευκτη αναφορά στην παλιά ταινία του 1987,  Wim Wenders: Wings of Desire, όπου ο Άγγελος συνεχώς απαριθμεί με λαχτάρα τα απλά πράγματα που απαρτίζουν ό,τι λέγεται ζωή...)

Κάπως έτσι θα έγινε το άθροισμα των εντυπώσεων που δούλευαν μέσα στο μυαλό μου και εμφανώς και υπόγεια.

Έτσι, σήμερα που ξύπνησα μου ‘ρθε στο μυαλό το χθεσινό μου όνειρο. 
Πολύ ζωντανό. Έφερνα στη μνήμη μου τα όσα είδα και προσπαθούσα να καταλάβω τα γιατί, τι και πώς…
Κι ενώ επικέντρωνα τη σκέψη μου στα βασικά πρόσωπα και στοιχεία του ονείρου και προβληματιζόμουνα, θυμήθηκα ότι μέσα σε όλη του την ιδιάζουσα πλοκή, κάποια στιγμή διάβαζα ένα βιβλίο και ανάμεσα στα κείμενά του, στο πάνω μέρος της αριστερής σελίδας, υπήρχε ένα ποίημα. Καθώς το διάβαζα μου φάνηκε αριστούργημα και μέσα στον όνειρο, τάχα, μου ήρθαν μνήμες ότι ήταν πασίγνωστο σαν ποίημα με κριτικές καταξιωμένων ανθρώπων που το εξυμνούσαν και μιλούσαν γι αυτό ως 'ύμνο στην απλότητα' και την ομορφιά, εξαίρετη έμπνευση και απόδοση και διάφορα τέτοια.

Κι ενώ ήταν τόσο ζωντανό όλο το όνειρο και όταν ξύπνησα θυμόμουνα κατά γράμμα και το ποίημα και πολλές άλλες λεπτομέρειες, με το να ασχοληθώ με την, κατ’ εμέ, σημαντικότερη πλοκή του ονείρου τα τι και τα πώς του και τις σκέψεις επί σκέψεων, όταν το θυμήθηκα σαν δευτερεύον στοιχείο του ονείρου και πήγα να το καταγράψω, είχα ξεχάσει πώς το διάβασα επακριβώς. 
Θυμάμαι ότι είχε περισσότερες λέξεις κι ότι ήταν μεγαλύτερο (δεν έμοιαζε με χαϊκού, όπως το καταγράφω), αλλά πάει πια...

Υποτίθεται πως κάτω από το ποίημα το όνομα του ποιητή ήταν Μπόρχες, αλλά καθώς χθες όλη μέρα κουβαλούσα ένα μικρό βιβλίο του Μπρετόν στην τσάντα μου και μια και ανέκαθεν μπέρδευα αυτούς τους δύο, νομίζω πως είδα ότι ολόκληρο το όνομα του ποιητή ήταν Αντρέ Μπόρχες… οπότε το αφήνω ασχολίαστο.

Όπως και να ‘χει, ακόμη κι αν δεν υπάρχει πουθενά καταγεγραμμένο και δεν είναι κανενός γνωστού ή αγνώστου ποιητή, δεν το θεωρώ ούτε καν δικό μου, ακόμη κι αν δημιουργήθηκε από υπόγειες διαδρομές συνειρμών και υποσυνείδητες επεξεργασίες των νοητικών δεδομένων που προανέφερα ή και άλλων δεδομένων που ούτε καν φαντάζομαι.

Κι όσο περνάει η ημέρα και το σκέφτομαι, συνεχίζει να μου μοιάζει, όλο και περισσότερο λιτό μα μεστότατο και αριστουργηματικό. Κυριολεκτικά ύμνος στην απλότητα!


Ήταν κάπως έτσι:

‘’Η Κυρά μου βγήκε
κι εκάθησε στην πεζούλα.
Ω, τι όμορφο δειλινό!’’


[Κρατώ μια μικρή αμφιβολία, μήπως ο τελευταίος στίχος θα 'πρεπε να καταγραφεί ως:
"Ω, τι όμορφο που έγινε το δειλινό!".
Βρίσκομαι σε δίλημμα αν εννοείται ήδη και είναι περιττή η επεξήγηση ή αν δεν είναι και τόσο εμφανές και πρέπει να γίνει η αλλαγή, επειδή αυτήν την εντύπωση αποτύπωνε το ποίημα στο όνειρό μου...]


(μήπως το ότι δεν γράφω πια, μου τη φέρνει πισώπλατα στα όνειρα;)




.

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

Μή με διαβάζετε


Μη με διαβάζετε όσοι...






Μή με διαβάζετε όταν δέν έχετε
παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων
ή έστω μνημόσυνα.
Όταν δέν έχετε
μαντέψει τη δύναμη
που κάνει την αγάπη
εφάμιλη του θανάτου.
Μη με διαβάζετε όσοι...
Όταν δέν αμολήσατε αϊτό
την Καθαρή Δευτέρα
χωρίς να τον βασανίζετε
τραβώντας ολοένα το σπάγγο.

Όταν δέν ξέρετε πότε μύριζε τα λουλούδια
ο Νοστράδαμος.
Όταν δέν πήγατε τουλάχιστον μιά φορά
στην Αποκαθήλωση.
Όταν δέν ξέρετε κανέναν υπερσυντέλικο.
Αν δέν αγαπάτε τα ζώα
και μάλιστα τις νυφίτσες.
Αν δέν ακούτε τους κεραυνούς ευχάριστα
οπουδήποτε.
Όταν δέν ξέρετε πως ο ωραίος Modigliani
Μη με διαβάζετε όσοι...
τρείς η ώρα τη νύχτα μεθυσμένος

χτυπούσε βίαια την πόρτα ενος φίλου του
γυρεύοντας τα ποιήματα του Βιγιόν
κι άρχισε να διαβάζει ώρες δυνατά
ενοχλώντας το σύμπαν.
Όταν λέτε τη φύση μητέρα μας
και όχι θεία μας.
Όταν δέν πίνετε χαρούμενα
το αθώο νεράκι.
Αν δέν καταλάβατε πως η Ανθούσα
είναι μάλλον η εποχή μας.
Προσοχή!
Χρώματα!
Μή με διαβάζετε
όταν
έχετε
δίκιο. 
Μή με διαβάζετε όταν
δέν ήρθατε σε ρήξη με το σώμα…

Ώρα να πηγαίνω.
Δέν έχω άλλο στήθος.

Νίκος Καρούζος
Τα  ποιήματα, Α’ (1961-1978)

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

Ματαιώσεις

Hard Ride by Holly Roberts




Άντε να τη γλιτώσεις
άμα σε βάλει
στο στόχαστρο της
η Ματαιότητα...

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

Ηθικά Διλήμματα



Ψάχνοντας παλιά μου κείμενα βρήκα κι αυτήν την προσπάθεια ανάλυσης και ερμηνείας της στάσης του Σωκράτη:



Η εντολή του Χριστού: "Να αφήσετε τους αδερφούς σας, τους πατέρες, τις μητέρες σας κ.λπ. και να έρθετε προς Εμένα" δεν ήταν στην κυριολεξία, όπως έχει εκληφθεί ανά τους αιώνες από τα μοναχικά τάγματα και όσους εγκαταλείπουν οικογένειες για να σώσουν την δική τους ψυχή αδιαφορώντας για τους άλλους.

(Υπάρχει το επιχείρημα ότι μέσω των παρακλήσεων και της προσευχής φροντίζουν για τους άλλους. Για να φτάσει όμως κάποιος σε τέτοιο σημείο και να αποκτήσει τέτοια δυνατότητα, χρειάζεται πολλά χρόνια εσωτερικής δουλειάς.)

Μάλλον, εννοούσε πνευματικά και νοητικά.
Γιατί, ποιοι είναι οι ισχυρότεροι δεσμοί που κυριεύουν την σκέψη ενός ανθρώπου, αν όχι η φροντίδα και η αγάπη  και η συναισθηματική εξάρτηση από τα αγαπημένα του πρόσωπα;
Να μπορέσετε να δείτε πέρα από αυτούς τους δεσμούς, λέει ο Χριστός. Όχι, να τους παρατήσετε.

Στην απολογία του Σωκράτη, ένα από τα επιχειρήματα που του θέτει ο Κρίτων για να τον πείσει να δραπετεύσει, είναι και πάλι σχετικό με τους οικογενειακούς δεσμούς, ότι δηλαδή με την άρνησή του δεν δείχνει ενδιαφέρον για τα παιδιά του.
Η απάντηση του Σωκράτη είναι ότι πρέπει να είναι κανείς δίκαιος, να συμπεριφέρεται ορθά και να ζει καλά όπως θα πρέπει να ζει κανείς, ειδάλλως θα ζημιώσει την ψυχή του. Γιατί η ψυχή – ή πιο συγκεκριμένα: "Εκείνο το κομμάτι μας, όποιο κι αν είναι αυτό, που σχετίζεται με το δίκαιο ή με το άδικο, είναι περισσότερο πολύτιμη από το σώμα".
Η Edward Craig, Δρ. φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Πελοποννήσου, αναρωτιέται, γιατί είναι τόσο πολύτιμο αυτό το κομμάτι, ώστε να υποσκελίζει το ζήτημα της ευημερίας των παιδιών του; Κι αν το ότι θα φύγει από κοντά τους και τα παιδιά του δεν τύχουν καλής φροντίδας, λόγω της έλλειψης και της καθοδήγησής του, μήπως τελικά αυτό θα βλάψει "εκείνο το κομμάτι της ψυχής τους (των παιδιών του) που σχετίζεται με το δίκαιο και το άδικο;".

Σε τέτοια μεγάλα ηθικά διλήμματα, προφανώς διαλέγεις την λύση με τις λιγότερες απώλειες.
 Π.ροσωπικά, πιστεύω ότι αν δεχόταν ο Σωκράτης να δραπετεύσει και να σωθεί, τότε το κύρος της προσωπικότητας και της ακεραιότητάς του θα δεχόταν τέτοιο εσωτερικό πλήγμα που δεν θα 'χε πια να προσφέρει κάτι στους άλλους γιατί θα αλλοίωνε όλα όσα πρέσβευε και αποτελούσαν την φιλοσοφία του. Ηθικό ράκος, με τσαλακωμένα και φθαρμένα πιστεύω δεν θα 'ταν πια ο γνωστός Σωκράτης, αλλά κάποιος άλλος, που δεν θα χε να προσφέρει ό,τι και πριν.
Και τέτοιοι κάποιοι άλλοι, που αφήνουν τους συμβιβασμούς να αλλοιώνουν τα πιστεύω και την ακεραιότητά τους υπάρχουν πολλοί.

Επομένως, ξαναγυρνώντας στο ερώτημα, αν πρέπει να παρατάει κανείς και υλικά τους οικείους του, προκειμένου για τη σωτηρία της ψυχής του, η γνώμη μου είναι, μόνο αν δεν γίνεται διαφορετικά και η παραμονή του πια τους αφαιρεί περισσότερα, από όσα θα τους πρόσφερε.

Αλλά και πάλι, ο αντίλογος θα 'ταν: Κι αν αυτό τους χρειάζεται; (στους οικείους) Όχι να πάρουν αλλά να δώσουν, να μάθουν να νοιάζονται αυτοί περισσότερο για τους άλλους κλπ.;


Κανείς δεν ξέρει εκ των προτέρων τις επιπτώσεις των αποφάσεών μας. Αρκεί το κριτήριο που παίρνονται να έχει στόχο πάντα "το καλύτερο δυνατόν" χωρίς ίχνος υστεροβουλίας. Τότε μόνο μπορούμε να πιστεύουμε ότι πράξαμε σωστά.


26-2-05


Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Το κουτί της Πανδώρας



-Δεν είναι που πέφτουμε από τα όνειρα, είναι που γκρεμοτσακιζόμαστε και δε θέλουμε να τα ξαναδούμε στα μάτια μας, ούτε καν να ξανακοιμηθούμε.

-Γίνεται μάτια μου χωρίς ύπνο και όνειρα; Ζωή είναι αυτή. Πώς θα γλυκάνει λίγο;

-Α, ναι! Όλο ξεχνώ το την τελευταία συμφορά των ανθρώπων. Όλες οι άλλες έφυγαν από το κουτί. Σκόρπισαν. Μπορεί και να τις συναντήσεις στο διάβα σου, μπορεί και όχι. Η μία όμως που έμεινε κλεισμένη θα μας κατατρέχει για πάντα:
Η ελπίδα!

Ελπίδα, η καταδίκη των ανθρώπων. 
Το μαστίγιο των Θεών  για να προχωρούμε μπροστά.


Κι έστειλαν γαμήλιο δώρο οι Θεοί στον Επιμηθέα (αφού πρώτα του πάσαραν έντεχνα την Πανδώρα - ακούσιο συνένοχο των σχεδίων τους), ένα κουτί-πιθάρι.
Και η Παν-Δώρα, ελαφρόμυαλη και περίεργη, το άνοιξε (Τίποτα δεν έμαθε η κατοπινή Εύα - τα ίδια λάθη κι εκείνη. Θα το 'χει το θήλυ στο DNA του φαίνεται, θα είναι το θηλυκό του διπόλου: 'άρρεν-θήλυ' που φταίει από κατασκευής, ως εύτοκος και γόνιμος αποδέκτης/μήτρα κυοφορίας και γέννησης πολλών δεινών τε και μη)... 
Κι αφού το άνοιξε,  έφυγαν, σκόρπισαν σε όλον τον κόσμο, όλα τα δεινά και τα κακά συναπαντήματα εκτός από ένα!

Η ελπίδα έμεινε για πάντα μέσα στο κουτί! 
Ανά τους αιώνας, μόνιμη προσφορά από τους Θεούς, κρατημένη για πάντα στην αρχέγονή της αποστολή, ύπουλο δώρο-άδωρο προς τους θνητούς που τόλμησαν να κλέψουν τη φωτιά/φως.
Η ελπίδα που ήταν μαζί με όλα τα δεινά μέσα στο δώρο-εκδίκηση. Ήταν/είναι μέρος τους, κομμάτι τους, δηλαδή κάτι κακό, μια συμφορά! Αυτό μας λέει ο μύθος και δεν το καταλαβαίνουμε, ενώ βρίσκεται τόσο εμφανές μπροστά στα μάτια μας.


Μια και δεν μπορούσαν οι Θεοί να πάρουν πίσω τη φωτιά/φως/φώτιση, τον τρόπο δηλαδή που έδωσε ο Προμηθέας στους ανθρώπους για να φτάνουν στην φώτιση/υπέρβαση, ισότιμη της θέωσης, οι εκδικητικοί και απειλούμενοι θεοί (οι μετέπειτα ονομαζόμενοι δια-βολοι;), βρήκαν έναν τρόπο να τους κρατούν απασχολημένους και να τους αποσπούν την προσοχή από αυτό. Έστειλαν συμφορές, βάσανα και διάφορα κακά συναπαντήματα, να 'χει να ξεπεράσει και να απασχολείται ο άνθρωπος και μαζί μ' αυτά και την ελπίδα για να μεταθέτει στο μέλλον το σήμερα. Τι πανέξυπνο κόλπο!


(Στο αντίγραφο του μύθου στη Γένεση, έχουμε το απερίσκεπτο δάγκωμα του μήλου από την Εύα, τον εκδιωγμό από τον Παράδεισο στη γη των δεινών και των πόνων, και την Ελπίδα με την μορφή προφητείας για τον ερχομό ενός λυτρωτή Μεσσία.)
 
Κάποιοι άνθρωποι, ακόμη και σήμερα, θεωρούν την ελπίδα ως δώρο (ίσως ξεγελασμένοι ατταβιστικά από τα τεχνάσματα του τότε για τον τρόπο θέασης της ζωής και του φωτός). "Ευτυχώς υπάρχει/έχουμε ακόμα ελπίδα" λένε, μη βλέποντας πως είναι το τέχνασμα των θεών για να περιμένουμε το μέλλον και να μην απελπιζόμαστε από το σήμερα, ώστε να συνεχίζουμε να ζούμε και να μην 'αποδημούμε' εθελούσια κατά σωρηδόν.
Ποιος θα συνέχιζε τη ζωή και το εξελικτικό μέρος του 'σχεδίου' του σύμπαντος, αν απελπισμένοι από τα όσα μας συμβαίνουν και απέλπιδες, αποχωρούσαμε όλοι ομαδικά για τον "άλλο κόσμο";



Αί! των θνητών αι ελπίδες
ως ελαφρά διαλύονται
όνειρα βρέφους· χάνονται
ως λεπτόν βόλι εις άπειρον
βάθος πελάγου.

(A. Κάλβος - "Η Βρεττανική μούσα", κα΄. Λυρικά)

Η αποστολή τους, να είναι άπιαστα όνειρα. Κι αν πιάσεις ένα από δαύτα και κατακτήσεις την ελπίδα, πάλι η ανάγκη και οι δυσκολίες, τα βάσανα του βίου και όλη η προδιαγεγραμμένη πορεία του ανθρώπου, σε κάνουν να δημιουργείς αέναα καινούργιες (ελπίδες).
Για να αντέχεις και να προχωράς. Ελπίζοντας σε κάποια βελτίωση, φυσικά!


Η ελπίδα είναι η καταδίκη του ανθρώπου να ελπίζει σε κάτι καλύτερο, όπως κι αν του τα φέρνει η ζωή. Όσο κι αν του τσαλακώσει όσα περιμένει να του 'τύχουν'. Όσο κι αν του πάει στραβά ό,τι κυνηγάει και επιδιώκει.

Δεν ξέρω αν διαφέρει από το όνειρο. 
Δεν ξέρω αν, ελπίζοντας, πιάνεις να δημιουργήσεις ή απλώς περιμένεις. 
Σημασία έχει ότι μεταθέτεις το παρόν στο μέλλον και ίσως το χάνεις. 
Γιατί, πολλές φορές, στηριζόμενος στην ελπίδα, περιμένεις το καλύτερο Αύριο και βουτάς στην αδράνεια της απογοήτευσης του Σήμερα ή το χάνεις επειδή δεν το εκτιμάς όσο πρέπει, γιατί με την ελπίδα, πάντα, το άπιαστο Αύριο φαντάζει καλύτερο και το πολύτιμο σήμερα υποδεέστερο.
Άμα όμως πιάσεις τη δράση, πάει η ελπίδα, εξαφανίζεται. Δεν ελπίζεις πια να αλλάξουν τα πράγματα και οι καταστάσεις. Παίρνεις να τα αλλάξεις μόνος σου, δρας, ενεργείς, δεν ονειρεύεσαι και δημιουργείς εσύ με κάθε βήμα σου στο τώρα τη δική σου διαχειρίσιμη ελπίδα και το μέλλον.

"Νίκησε το στερνό, τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα. Τούτο είναι το τρίτο χρέος" 
(Ν. Καζαντζάκης-Ασκητική)

"Η ζωή δεν δεν έχει απολύτως κανένα νόημα, εκτός από το να την ζεις", μου 'χε γράψει ένας ποιητής σε μία σύντομη συζήτηση ονλάιν για τον μηδενισμό.
Κι εγώ του απάντησα: "Ναι, έτσι είναι, 'η ζωή δεν έχει απολύτως κανένα νόημα, εκτός από το να την ζεις', παίζοντας και δοκιμάζοντας τις αντοχές και τα όριά σου, στοχεύοντας με οδηγό την καθαρότητα, το εξ ορισμού άπιαστο άπειρο. Και πού ξέρεις, καμιά φορά μπορεί να γίνει και κάποιο θαύμα... για να 'χει κι η ελπίδα λόγο ύπαρξης."

Επειδή, αν δεν το καταλάβατε, για να δικαιώνουμε την Ελπίδα γίνονται κάπου-κάπου τα θαύματα!  

Για να δημιουργούν καταγεγραμμένο προηγούμενο πραγμάτωσης κι ύστερα, βλέποντας οι υπόλοιποι αυτά τα σπάνια δείγματα υλοποίησης, να πιανόμαστε από αυτήν για να γεμίζουμε (πώς μου το 'πε κάποτε ένας γιατρός να δεις)... Ενδορφίνες… Κατεχολαμίνες, … Βραδυκινίνες… Αδρεναλίνες;  ...Και να συνεχίζουμε να ζούμε.

Έτσι γράφονται τα παραμύθια με το πάντα αίσιο τέλος και οι μύθοι περί Ελπίδας, για να στεριώνει μέσα μας βαθιά και υποσυνείδητα την ύπαρξή της.
Όμως εκείνοι που τελικά δικαιώνουν την ελπίδα ως φωτεινά παραδείγματα μίμησης, πιάνονται από το τώρα όχι από το αύριο… 
Σσσσσσσ... μη μαρτυράς το μυστικό… Μην πεις πως ενώ η ελπίδα συμβολίζεται με το μέλλον, την πιάνεις μόνο με την απόχη του παρόντος.

''Ποιά είναι όμως η ελπίδα που δίνουν οι ισχυροί θεοί στους ανθρώπους προκειμένου να μη διαταχθεί η τάξη, δηλαδή να συνεχίσουν εκείνοι να είναι ισχυροί και ταυτόχρονα να μην ζωντανέψει μια ελπίδα και αμφισβητήσει την εξουσία και τη δύναμή τους;

Η ελπίδα, που είναι η δομική ουσία της υπομονής, και της εγκαρτέρησης ότι κάποτε όλα θα διορθωθούν, κάποτε θα γίνει ένα θαύμα και όλα θα φτιάξουν;

Γιατί η ελπίδα βρίσκεται σκόπιμα μέσα στη φύση των δεινών, της δυστυχίας, της αυταπάτης, επειδή φέρνει στον άνθρωπο την παρηγοριά. Η παρηγοριά όμως δεν είναι λύτρωση, ούτε απελευθέρωση. Είναι η ευκολότερη συμβίωση με τα δεινά που φέρνουν οι θεοί. 

Αυτή η ελπίδα λοιπόν, είναι το τελευταίο ανάχωμα που έστησαν οι ηγέτες θεοί για να προλάβουν την εξέγερση. 

Οι ισχυροί θεοί ξέρουν ότι οι θνητοί δεν πρέπει να φτάσουν στην απόγνωση. Γιατί η απόγνωση καθιστά τον άνθρωπο απρόβλεπτο, ανεξέλεγκτο και επομένως επικίνδυνο.
Έτσι λοιπόν, έφτιαξαν μια ελπίδα που είναι η κόρη της παραπλάνησης και η μητέρα της αυταπάτης ''

Κι όπως είχα γράψει παλιότερα σ' απάντηση για τις ....Κατεχολαμίνες:
"Γι αυτό αν είναι μήνυμα ελπίδας αυτό που μου 'στειλες, πες μου καλύτερα τι να κάνω στο εδώ και στο τώρα, γιατί κι αν ακόμα μου δόθηκε εγχειρίδιο ζωής κάποτε, το 'χασα μάλλον και βαδίζω στα τυφλά. Καλά που συναινούν πού και πού κάποια σημάδια στον αχαρτογράφητο δρόμο και με γεμίζουν κρυφή χαρά ότι σωστά τραβώ!" 


Για το τέλος, ένα σχετικό απόσπασμα του Μποντλέρ, από μια παλιά μου ανάρτηση: 


"Ο Καθένας με τη Χίμαιρά του"
Κάτω από ένα απέραντο ουρανό γκρίζο, σε μια μεγάλη πεδιάδα γεμάτη σκόνη, χωρίς μονοπάτια, χωρίς χλόη, χωρίς ένα γαϊδουράγκαθο, χωρίς μια τσουκνίδα, συνάντησα πολλούς ανθρώπους, που βάδιζαν κυρτοί.
Καθένας απ' αυτούς έφερε στην πλάτη του μια πελώρια Χίμαιρα...



Ρώτησα έναν απ' αυτούς τους ανθρώπους να μου πει που πήγαιναν έτσι. Μου απάντησε ότι δεν ήξερε τίποτε για τούτο, ούτε αυτός ούτε οι άλλοι, αλλά προφανώς πήγαιναν κάπου, γιατί ήταν σπρωγμένοι από μια ανίκητη ανάγκη να βαδίζουν.
Πράγμα περίεργο, να σημειώσομε: κανένας απ' αυτούς τους ταξιδιώτες δεν είχε ύφος θυμωμένο εναντίον του άγριου κτήνους, που ήταν κρεμασμένο απ' το λαιμό του και προσκολλημένο στην πλάτη του. είπε ότι το θεωρούσε σαν να αποτελούσε μέρος του ίδιου. Ολα αυτά τα πρόσωπα, κουρασμένα και σοβαρά, δεν μαρτυρούσαν καμμία απελπισία. κάτω από τον μελαγχολικό θόλο του ουρανού, τα πόδια βυθισμένα στην σκόνη ενός εδάφους το ίδιο περίλυπου όσο ο ουρανός, πορεύονταν με την καρτερική φυσιογνωμία εκείνων, που είναι καταδικασμένοι να ελπίζουν πάντοτε..."

(Charles Baudelaire: Η μελαγχολία του Παρισιού)