Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2007

ΑΙΣΧΟΣ!!!

 Δύο από τα καινούργια πράγματα που με ενοχλούν πολύ στην πόλη μου (αν και ο άνθρωπος είναι περίεργο ον-στο τέλος όλα τα συνηθίζει και όλα μπορεί να τα ανεχτεί) είναι :

Πρώτον: η γλυκανάλατη φωνή (και η έντασή της) στη νέα προσθήκη αναγγελίας στάσεων στα αστικά λεωφορεία της πόλης μας (που, άντε-λίγο-πολύ θα τη συνηθίσω-πού θα πάει).
Θα προτιμούσα, όμως, μια πιο στιβαρή ανδρική και όχι τόσο ..ξελιγωμένη.

Και δεύτερον: (που δεν το συνήθισα κι ούτε πρόκειται , γιατί κάθε φορά που το βλέπω μου προκαλεί αποστροφή) το καλλιτεχνικό έκτρωμα που έχει στηθεί έξω από το αρχαιολογικό μουσείο, που έχω ονομάσει: "Ο σχιζοφρενής καλλιτέχνης με το πριόνι".Καλά βρε δήμαρχε, πες ότι δεν σκαμπάζω γρυ από τέχνη κι ότι είναι ένα μεταμοντέρνο καλλιτεχνικό μεγαλούργημα*...
Ήταν όμως ανάγκη να στηθεί τόσο προκλητικά έξω από αυτόν ειδικά τον χώρο;
(*Αν και μου θυμίζει τις χειροτεχνίες και τις κατασκευές που κάνουν τα παιδιά. Αυτά τις κάνουν σε μικρογραφία, ο σχιζοφρενής καλλιτέχνης το 'κανε σε μεγαλομανή τερατογραφία... Αλλά τέλος πάντων -είπαμε- δεν σκαμπάζω από τέχνη)

Να μπαίνεις στο μουσείο και να βλέπεις τόσα αγάλματα, τόσα αριστουργήματα, τον θησαυρό της Βεργίνας και μετά να βγαίνεις και να ξυπνάς απότομα στην σημερινή κατάντια μας με το πριόνι να σου ροκανίζει τις όποιες ψευδαισθήσεις.

(Ό,τι γυαλίζει δεν είναι απαραίτητα και χρυσός! Κι ούτε είμαστε πρωτόγονοι πια να μας θαμπώνουν τέτοιοι αντανακλαστήρες.)

Σαν να λέμε στους επισκέπτες του μουσείου:
Κοιτάξατε το λαμπρό παρελθόν μας;
Δείτε και το άθλιο παρόν μας τώρα.


Μόνο μια λέξη θα περιέγραφε καλύτερα όσα θέλω να πω σαν απλός πολίτης για τον ξεπεσμό τέτοιων καλλιτεχνικών και χωροταξικών επιλογών:

ΑΙΣΧΟΣ!!!


Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2007

Αριάδνη

Είδα ένα περίεργο όνειρο χθες βράδυ.
Είχα μπλεχτεί μέσα στον Λαβύρινθο και δεν μπορούσα να βγω.
Απόμακροι ψίθυροι ερχόταν στ' αυτιά μου.
Η Αριάδνη είχε αγκαλιάσει τον Θησέα από το λαιμό και κοιτώντας τον ίσα στα μάτια μιλούσε σιγανά με τα λόγια τού Καζαντζάκη:

"Απόψε έχουμε πανσέληνο. Θα γίνει ο μεγάλος αγιασμός στην αυλή του παλατιού. Μείνε αν θες να καυχάσαι κι εσύ στη ζωή σου πως είδες τους Κρητικούς να προσεύχονται και να χορεύουν"…

και κάτι άλλα για ταυροκαθάψια και μυστήρια που δεν πολυκατάλαβα.


Έμεινε τελικά ο Θησέας, έφυγε.. δεν ξέρω.
Μόνο, τις νύχτες με πανσέληνο, κάτι κλάματα ερχόταν από τα μέρη της Νάξου.
Την εγκατέλειψε λέγανε χαιρέκακα τα κουτσομπολιά.

Όχι, φώναζε ο Ρόμπερτ Γκρέιβς.  

"Η Αριάδνη έχει φεγγαρικό χαρακτήρα. Γέμισμα και άδειασμα. Τον μαρτυρά και το κρητικό επίθετο στο όνομά της: 'Αρίδηλα' (λάμπω, φαίνομαι από μακριά)".

Και να είναι στη χάση θα 'ρθει και το γέμισμα.
Κι αν είναι στο γέμισμα θα ρθει και το άδειασμα.

(Τελικά δεν κατάλαβα πώς ο Θησέας γίνεται 'Δυσσέας κι ας το 'πε τόσο ..αρίδηλα ο Γκρέιβς)

Κι έμεινε, η Αριάδνη, εκεί στη Νάξο σαν τον μύθο για την κόκκινη μηλιά ενός λεηλατημένου πολιτισμού.
Άξιον εστί κι αυτό «κι η αχτίδα του ήλιου γίνηκεν, ιδέστε ο μίτος του Θανάτου» (Ο.Ε.)


Κι έτσι, χαμένη στις σπείρες του λαβύρινθου, χωρίς τους ήχους των κορυβάντων, με τον απόηχο του μεγάλου αγιασμού και του μύθου της Αριάδνης και του Θησέα (ο Μινώταυρος πού ήταν; όπου ήθελε ας ήταν, μόνο μέσα μου να μην ξεπεταχτεί απρόσμενα καμιά φορά), σέρνοντας πίσω μου ένα μπλε καροτσάκι της λαϊκής, πότε άδειο - πότε γεμάτο, πηγαινοερχόμουν μέχρι που να μην αντέχω άλλο πια την κούραση.

Κι εκεί που σκεφτόμουν πως στις διαστάσεις της ζωής μας υπάρχουν πράγματα (από το πράττω-ενεργώ, άρα δεν αφήνομαι, διαμορφώνω το περιβάλλον μου) που δεν τελειώνουν, επειδή η αρχή συμπίπτει με το τέλος τους, και επομένως υπάρχει ακόμα η 'ελπίδα' του κύκλου, σαν τη φεγγαρωπή χάση και φέξη, ήρθε ένα μήνυμα στο κινητό μου:
"Οπλίσου με δύναμη, υπομονή και κουράγιο. Εγώ θα σε βοηθήσω με όλη μου τη δύναμη. Όποτε θες κάτι, κάνε μου αναπάντητη" .
Ο ίδιος ο Μίτος, αυτοπροσώπως, μου επιβεβαίωνε ότι θα με βοηθήσει να βγω από εκεί.

Και κράτησε το λόγο του.
Κάθε φορά που βρισκόμουν στο αδιέξοδο, λες και το 'ξερε.
Δεν περίμενε αναπάντητη.
Προλάβαινε και μου τηλεφωνούσε πρώτος: "Όλα καλά; Χρειάζεσαι την βοήθειά μου;".
Κι όλο άπλωνε κι άλλο το νήμα για το δρόμο προς την έξοδο.
Με δάκρυ και συγκίνηση το έπιανα και προχωρούσα γιατί μήτε αδερφός δε νοιάστηκε.

"Θάμα-θάμα" απορούσαν κάτι περαστικές κυράτσες, χαμένες εκεί από χρόνια.
"Τόσο πολύ νήμα! Δεν έχει λίγο και για μας; Τυχερή είσαι..." και προσπαθούσαν να βρουν τρόπο να απλώσουν χέρι.
"...και υπέρ του δέοντος θετική", συμπλήρωσε κάποιος που μασούσε αμερικάνικες τσίχλες και πετούσε αναιδώς κάτω τα χαρτάκια. "Θα χρειαστείς και αρνητισμό τώρα που θα βγεις εκεί έξω".
"Αν είναι να γίνω έτσι και να πετώ τα χαρτάκια κάτω, να μου λείπει
", του απάντησα οικολογικά.

Πρώτα είδα τα σύννεφα.
Τι πολύ ουρανό και σύννεφα που θα 'χει το νέο μου τοπίο!
Κι ένα μεγάλο μέρος από την διαδρομή του φεγγαριού στον ουρανό.
Ώστε έτσι είναι τελικά η έξοδος!
Καθώς ξεκούραζα το βλέμμα μου στο νέο ουρανό, παρατηρώντας την πορεία της Αριάδνης, μού 'ρθε μια σκέψη:
Πώς μπορεί να υπάρχει μόνο ένα κομμάτι Θεού μέσα μας;
Αυτόματα θέτονται όρια στο Θείο. Αρχή και τέλος.
Επομένως δεν μπορεί να έχουμε μόνο ένα πεπερασμένο κομμάτι αλλά όλο το άπειρο του ορισμένου ως "Θεός".
Είμαστε το παν, κι όχι κουκίδες στο σύμπαν.

Κι όπως λέει ο Ελύτης:
"Ποιος, πώς και γιατί καταφέρνει, το μέρος της ζωής, το φαίνον, το μη θολούμενον, να το καθιστά σχεδόν αόρατο για τους άλλους;"

Ποιος από μας θα καταφέρει να σηκώσει ολοκληρωτικά το πέπλο της ύπαρξής για να δει ότι όλα εμπεριέχονται σε αυτό που είμαστε αυτή τη στιγμή;
Είμαστε το σύμπαν ολόκληρο!
Όχι εγωκεντρικά, αλλά ενσωματωμένο μέρος του όλου….
Εμείς η αρχή και το τέλος, εμείς το Α και το Ω…

" είναι που πλέον δε νογάει κανένας
τι πάει να πει αντανάκλαση μεσημεριού
πώς κι από πού ακουμπάει τ' ωμέγα στο άλφα
ποιος εντέλει αποσυνδέει τον Χρόνο"

Απάγγειλα Ελύτη στον ύπνο μου;
Πότε τα 'μαθα αυτά απ' έξω που δε μπορώ να θυμηθώ τι έφαγα χθες;
Ταράχτηκα. Ξαναθυμήθηκα το "λίγο μου"…
Τόσο μικρή!
Ποιο 'παν' τόλμησα να διανοηθώ προηγουμένως;


Ξύπνησα αναστατωμένη, με το βιβλίο του Ελύτη στα χέρια μου.
Κάποιος είχε μαρκάρει με φώςφορο τους στίχους από τα  

Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας:

"Έτσι συμβαίνει
να παραστρατίζω κάποτε

για το καλό μου
έτυχε κι έχανα το νήμα
της Αριάδνης δεν εξετυλίχθηκε ποτέ ως το τέλος

ποιος να συνεχίσει

μέσα σ' επαναστάσεις και πολέμους μεγαλώσαμε όλοι
εξού στο μέτωπό μας
το σημάδι της σφαίρας που δεν έπεσε

ανά πάσα στιγμή εξακολουθεί να προκαλεί το θάνατο

ΥΓ. Μόνο που υπάρχει και μια διαφορετική εκδοχή: μη με πιστεύετε
όσο γερνώ τόσο λιγότερο καταλαβαίνω

η πείρα μου ξέμαθε τον κόσμο. "

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2007

Σισύφεια

Maria Jarema - Words
Τελικά, δε φταίει η τρικλοποδιά για το ότι έπεσα τόσο πολύ χαμηλά.
Ο εαυτούλης μου φταίει.
Οι άλλοι μπορούν να συμπεριφέρονται όπως θέλουν.
Το πώς θα αντιδράσω όμως, είναι δικό μου ζήτημα.
Τα αρνητικά συναισθήματα, αυτά τα μικρόψυχα, με καθηλώνουν χαμηλά, σκλαβώνουν το νου μου σε κάτι υποδεέστερο.
Γίνονται τροχοπέδη για την άνοδο.
Συρρικνώνουν την ουσία μου.
Θολώνουν το φως.

Είναι το χαλινάρι που με κάνει έρμαιο της βούλησης του ά-λογου εγωιστή αναβάτη.
Κι είναι τρελές τέτοιες πορείες όταν αλλάζει θέση ο αναβάτης με το άλογο.
Κατ' ευθείαν προς το γκρεμό… (άσε που σου τσακίζεται κι η μέση).
Όμως, όταν έρθει ο καιρός (το πλήρωμα του χρόνου-καλή ώρα) και καταλάβω τι παίζεται και στείλω τις μικροψυχίες από κει που ήρθαν (κι ακόμα παρακείθε), άντε ξανά από την αρχή την ανηφοριά.
Ανηφορικό κι επίπονο το σπρώξιμο στο πέτρωμα του εαυτού.
Ολονύκτια πάλη στα μαρμαρένια αλώνια για να μπορέσεις να γευτείς μια στάλα αυγή.

Julio de Diego - Blue Print of the Future (1943)
Α, σεις πετεινάρια της αφύπνισής μου και των άσπρων αιφνιδιασμών Αγριοπερίστερα.
Όχι εγώ, αλλ' εκείνα που αγαπώ με προχωράνε
(Ελύτης-Δυτικά της λύπης)


Η ζωή μου Σισύφεια*, σε ρυθμό 2/4.
Θέση και άρση, άνοδος και πτώση.
Με τα ντα κάπο και τις κόντες της.
Με τις παύσεις και τα φόρτε της.
Μέχρι να τελειώσει το μουσικό κομμάτι.
Επίσημος χορηγός της συναυλίας μου ο χρόνος.

(Κι ας κρύβεται μέσα σε σπειροειδείς τροχιές για να μην υπάρχει. Εμείς συνεχίζουμε να τον ξεμαυροτρυπώνουμε και να τα φτύνουμε.
-Φτου-φτου! Ένας χρόνος. Σε βρήκα! 
- Καλέ πότε μεγάλωσε έτσι;)

William Baziotes-The Falcon (1947)
Μέχρι την ώρα να συναντήσω την Ελένη στη στράτα και να την ρωτήσω ποια είναι τούτη η νεκρή.
-Της μάνας σου η κόρη, θα μου πει.
-Μπριτς! θα πω μ' ένα γελάκι και θα της ξεφύγω τρέχοντας.
Θα δώσω μια να καβαλήσω εκείνο το άστρο της Αρχής και θα πάρουμε να σεργιανίζουμε μαζί τον ουρανό.
-Δεν τα 'μαθες; θα της φωνάξω από κει ψηλά. Και οι νεκροί ανασταίνονται, φτάνει να το θελήσουν,
και θα κρατηθώ καλύτερα από το πηγολαμπιδόαστρο καθώς θα παίρνουμε μια επικίνδυνη στροφή για να αποφύγουμε μια παμφάγα μαύρη τρύπα με το ανοιχτό της στόμα να χάσκει…. σβιιιιιιννν… αφήνοντας πίσω μας, στο γνόφο του σκότους και του ερέβους, μυριάδες αστεροσπιθίσματα.
(Στιγμιαίες διαστημοπυγολαμπεροΐριδες να 'χουν να παίζουν και να διασκεδάζουν τα supernova φορώντας τα πάμπερς τους.)

Κάπου εκεί, κοντά στο μέγα Ω, θα γυρίσω να κοιτάξω για λίγο πίσω.
Έτσι, τιμής ένεκεν. Εις μνήμην, που λένε.
 Milton Avery-White Moon (1957)
Το σύμπαν θα συνεχίζει να διαστέλλεται καθώς η Ελένη θα χτενίζεται μπροστά στον καθρέφτη των ειδώλων και θα γίνεται σαγηνευτικότερη περιμένοντας πάλι κάποιον να την αρπάξει (σα να λέμε, τραβάτε με κι ας κλαίω).
Ξανά-μανά τα ίδια!

-Κατακτιέται ποτέ για πάντα η Ελένη μάτια μου;
Θα μου ψιθυρίσει το αυτοπηγόφωτο άστρο καθώς θα καλπάζει διονυσιακά.

Ο απόηχος της συναυλίας μου, θα ακροβατεί στην μελωδική γραμμή της αρμονίας των ουράνιων σφαιρών μέχρι να πηδήξει μέσα της και να ενσωματωθεί -όπως εκαναν και τόσες άλλες- και κάπου εκεί (ε, ένα=τρία παραπάνω, τρία=ένα παρακάτω), καθώς θα γίνεται η καθιερωμένη εφτά διαστάσεων σιγή -τιμής ένεκεν, το 'παμε- (ή μήπως εικοσιενός; θα σας γελάσω), …βζουουπ! θα βγούμε από το συν παν βάζοντας απειροπλώρη για το …
Α, δεν ξέρω!
Περιμένετε να φτάσω ως εκεί για να σας πω!


*"Κι ακόμα είδα το Σίσυφο φριχτά βασανισμένο.
κοτρώνα αυτός θεόρατη και με τα δυό βαστούσε,
και στυλωμένος έσπρωχνε, με πόδια και με χέρια,
την πέτρα επάνω στο βουνό. κι ότι έκανε να φτάσει
και να περάσει απ' την κορφή, την έπαιρνε το βάρος
και προς τον κάμπο ανήλεη κατρακυλούσε η πέτρα.
Κι αυτός πάλι έσπρωχνε βαριά, και το κορμί του ο ίδρος,
παρέχυνε και σκέπαζε την κεφαλή του η σκόνη"
(Οδύσσεια)



Υ.Γ. για τον τίτλο.
      Σισύφεια:

Τόσο για το πάνω-κάτω της πέτρας, όσο και για το ξεγέλασμα και τη νίκη του θανάτου


.




Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2007

Ο Παράδεισος μέσα μας...


Πόσο χαμηλά έχω βρεθεί το τελευταίο διάστημα…
Μου 'βαλαν μια άσχημη και αναπάντεχη τρικλοποδιά.
Απ' αυτές που πέφτεις και σπας τα μούτρα σου για τα καλά.
"Βρε, γιατί, πώς, ποιος, πότε, πού…;"
Καμία απάντηση, ούτε καν μια στοιχειώδης εξήγηση.
Τάχα σιωπή ανωτερότητας.

(Με πόσες σπουδαίες μορφές ντύνουμε το τέρας του εγωισμού μας για να το ωραιοποιούμε;)

Κάτι από την τρικλοποδιά και το ...χτύπημα (στο γνωστό σημείο), κάτι από τα αρνητικά συναισθήματα που με κατέκλυσαν, κάτι από τα υπόλοιπα προβλήματα και το πολύ άγχος, κάτι άλλες παραινέσεις περί ζωής (αυτές μια μέρα θα 'θελα να τις εκθέσω αναλυτικότερα μπας και βρω άκρη, γιατί πολύ μ' έχουν μπερδέψει)… πολλά θέλει ο άνθρωπος; …Τσαφ! κάηκε η ασφάλεια.
Έσβησε το φως. Ισοπεδώθηκα. Ξανάγινα χώμα ...(χους ει και εις χουν...) εν ζωή.
Ο νους λειτουργούσε ίσα-ίσα για τ' απαραίτητα, σαν καθημερινό φυτό της επιβίωσης, και δεν παίρνω όρκο ότι δεν είχε και διαλείψεις.

Κι ήρθε η εκδρομή στο βουνό. Κατασκηνώσαμε στα 2.060 μέτρα.
Τη μέρα που θα 'πεφταν οι Περσίδες (έτσι …έτυχε).
Το βράδυ, σβήσαμε τη φωτιά και τις περιμέναμε.
Η θέα κάτω πανοραμική. Αναγνωρίζαμε τα φώτα πόλεων σε απόσταση 100 χιλμ.
Χορτάσαμε περσίδες.
Τόσο, που οι κοινές δεν μας έκαναν εντύπωση πια.
Μόνο οι πολύ-πολύ φωτεινές, αυτές που έμοιαζαν, κυριολεκτικά, με πυροτέχνημα.
Κι ο ουρανός είχε βάλει τα δυνατά του να γίνει όσο πιο ξάστερος γινόταν...

(Κάπου διάβασα ότι η φωτορύπανση αυξάνεται με ταχύτατους ρυθμούς, τόσο, που σε λίγο δεν θα υπάρχει πια κανονική νύχτα, με άσχημες προεκτάσεις στην χλωρίδα και στην πανίδα της γης...) 

Τόσα πολλά αστέρια πρώτη φορά έβλεπα.
Τόσα πολλά και φωτεινά, το ένα πίσω- δίπλα-πάνω στο άλλο.. που τελικά, μπερδευόσουν και με δυσκολία ξεχώριζες τους γνωστούς αστερισμούς.
Και κρύο-πολύ κρύο.

Αργά το βράδυ, μέσα στον ύπνο, βούλωσε η μύτη μου από το κρύο και μ' έπιασε ασφυξία και πανικός. Είχαν πέσει κατά πολύ και τα επίπεδα του οξυγόνου.
Φόρεσα το μπουφάν μου και βγήκα άρον-άρον πανικόβλητη έξω.
Πρώτη φορά πάθαινα κάτι τέτοιο.

Δισεκατομμύρια άστρα με κοίταζαν ήρεμα και με ξέπλεναν με το φως τους.
Προσπαθούσα να βρω το ρυθμό της ανάσας μου και να καθησυχάσω τον πανικό και τον τρόμο της ασφυξίας που με είχε κυριεύσει. Διάφορες σκέψεις και εκδοχές περνούσαν από το μυαλό μου.

Έκανα μερικά βήματα προς το πλάτωμα. Οι πόλεις και τα χωριά κάτω χαμηλά τρεμόσβηναν απόμακρα. Και οι περσίδες άραγε συνέχιζαν να πέφτουν από πάνω μου; Μόνο μια-δυο ασθενικές κατάφερα να εντοπίσω.

Σκέψεις-σκέψεις, προβληματισμοί, σενάρια, υποθέσεις…
Θα τολμούσα ποτέ άραγε να μείνω τελείως μόνη στο βουνό σαν κάποιους ...άλλους;
Ένοιωσα ένα ρίγος φόβου κι ένα δέος και μόνο στη σκέψη...
Για σκηνή ούτε λόγος πια. Μπήκα στο αυτοκίνητο και πάλι με δυσκολία. Άφησα τις πόρτες ανοιχτές μέχρι να ηρεμήσω. Δεν άντεχα ούτε καν να είναι κλειστές και να βλέπω από τα παράθυρα. Πανικοβαλόμουν με κλειστοφοβία. Ας όψεται το κρύο...
Την υπόλοιπη νύχτα την πέρασα σχεδόν καθιστή στο αυτοκίνητο, με τα φώτα των πόλεων και των αστεριών για παρηγοριά.

Το πρωί, αν και το μόνο που ήθελα ήταν να κοιμάμαι, δέχτηκα να πάμε ποδαρόδρομο για τσάι (δυστυχώς, λόγω καιρικών συνθηκών, λιγοστό κι αυτό σε σχέση με άλλες χρονιές).
Η διαδρομή ήταν τόσο μαγευτική που αντί να κουράζομαι, έπαιρνα περισσότερη ζωντάνια και ενέργεια. Ακόμη κι όταν φτάσαμε και οι άλλοι σταμάτησαν, συνέχισα να περπατώ και να περπατώ για να εξερευνήσω και να χορτάσω περισσότερο το καταπληκτικό μέρος. Για αϋπνία και κούραση ούτε λόγος πια.

Το απόγευμα κι άλλες συγκινήσεις. Ανεβήκαμε στην κορυφογραμμή (λίγα μέτρα πιο πάνω από τις σκηνές μας).
Με τι φτωχά λόγια να περιγράψω ένα τέτοιο θέαμα; Βουνά και πίσω τους κι άλλα βουνά και πίσω ακόμα περισσότερα βουνά… Και κάτι τοπία…
Και μας δείχνουν τάχα γραφικές σκηνές από "ελβετικά τοπία"…

Τα δικά μας βουνά τα 'χουν ανακαλύψει ποτέ; Μπορεί να μοιάζουν άγρια και αφιλόξενα για τους ανίδεους, κρύβουν όμως ανεκτίμητους θησαυρούς για όσους τα γνωρίσουν καλύτερα.
Και δεν το κρύβω ότι ζηλεύω τρομερά αυτούς που τα γνωρίζουν και ξέρουν τα μυστικά και τα κατατόπια τους. Αυτούς που περνούν ώρες μαζί τους. Που ξέρουν τη βλάστηση και τα φυτά με τα ονόματα και τις ιδιότητές τους…

Κάπου ανάμεσα σε τέτοιες στιγμές ξανάρχισαν να εμφανίζονται δειλά κάποιες σκέψεις με ποιητική μορφή. Με έκπληξη τις καλωσόριζα. Λες κι ο νους που ήταν σε κώμα στην εντατική, άρχισε να πεταρίζει τα βλέφαρά του σα για να ξυπνήσει. Να ξεφύγει από την κοιμισμένη μηχανικότητα των σκέψεων του όλο αυτόν τον καιρό.
Έτσι φάνηκε η ελπίδα ανάνηψης.

Ακόμα βέβαια τελεί υπό κώμα, αλλά ίσως καμιά φορά τελικά να είναι χρήσιμη και μια τέτοια πτωτική ...αγρανάπαυση.

(Παρένθεση: Κάποιος καθηγητής φιλόλογος, μου έλεγε ότι από τα χρόνια διδασκαλίας του σε διάφορα μέρη, είχε παρατηρήσει από τις εκθέσεις, ότι τα παιδιά που ζουν κοντά στη φύση έχουν πιο ανεπτυγμένη την φαντασία και την έκφραση. Ζώντας άμεσα τις εποχές, βλέποντας από κοντά τα πουλιά, τα ζώα, τα φυτά και τις αλλαγές τους, διευρύνεται η φαντασία και η άποψη τους για τον κόσμο… Κάπως έτσι μου τα 'λεγε…)

Άρχισα μαθήματα δημιουργικής γραφής.
Ίσως γίνουν το σωτήριο φάρμακο για να ξεφύγω από το κώμα.
Ήδη από χθες, που ήταν το πρώτο μάθημα, γίνεται εμφανής κάποια βελτίωση.
Μια από τις πρώτες συμβουλές ήταν να μην πετάμε τίποτε από ό,τι έχουμε γράψει και ποτέ να μην τα υποτιμούμε ή να τα κατακρίνουμε.
Θα μας χρησιμέψουν αργότερα σαν πρωτογενές υλικό.

Δυστυχώς, τα δικά μου παλιά γραπτά (ανάμεσά τους το πρώτο μου διήγημα κι ένα άλλο βραβευμένο της παιδικής μου ηλικίας) χάθηκαν μέσα σε μια από τις καταστροφικές πυρκαγιές του καλοκαιριού.
Ας είναι! Ευελπιστώ να δημιουργήσω άλλα.
Εξ άλλου το 'παμε.

Τα βήματα για να αντέχουμε και να προσπερνάμε κάθε είδους καταστροφή βρίσκονται στον παράδεισο μέσα μας!

.

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2007

Πυρκαγιές

.
Και βλέπεις, βλέπεις… κάθε μέρα… μέχρι που δεν αντέχεις άλλο να βουρκώνεις και αγανακτείς και οργίζεσαι.
Κι η σκέψη σου φωνάζει: Σταματήστε πια να καίτε. Σταματήστε! Μαζί καίτε και τις ψυχές μας. Όχι, άλλο! Φτάνει πια! ΦΤΑΝΕΙ! Νικήσατε! Θα σας υπογράψουμε όσους νόμους θέλετε για καταπάτηση, θα ψηφίσουμε τροπολογίες, θα κατασκευάσουμε την εθνική οδό που θέλετε… ό,τι-ό,τι θελήσετε…
Μόνο σταματήστε!
Και δεν μπορείς άλλο πια να βλέπεις κι αλλάζεις κανάλι γιατί η ψυχή δε χωράει άλλο. Έχει γεμίσει ως επάνω αίμα, κόκκινο σαν τις φωτιές. Και πνίγεται στον κόκκινο βούρκο και ασφυκτιά. Το δάσος καίγεται.. ΤΟ ΔΑΣΟΣ!
Καίγεται ξανά και ξανά και ξανά…
Από τα μεγαλύτερα, τα φρικωδέστερα, τα πιο ειδεχθή εγκλήματα.
Ποιος απ' αυτούς που το γνώρισε από κοντά, που έχει ζήσει μέσα του, μπορεί να αντέξει αλύγιστα κάτι τέτοιο;
Η φωτιά στο διάβα της παρασέρνει χωράφια, βιος, σπίτια, ανθρώπους - κόπους μιας ζωής, όπως θα 'λεγαν και σε δελτίο ειδήσεων.
Και μαζί μ' αυτά παρασέρνει και τις ελπίδες μας για την στοιχειώδη ασφάλειά μας, την εμπιστοσύνη μας για το μέλλον.
Μας επιβάλλεται ο φόβος.
Φόβος για ένα ανασφαλές αύριο, για ένα μέλλον αβέβαιο και σκοτεινό, μαυρισμένο από τα αποκαΐδια.
Και παντού διαχέεται, ύπουλα κι αόρατα, ένα αλύτρωτο μήνυμα:
"Πουθενά δεν θα 'χεις γαλήνη! Όλα μπορούμε να σου τα καταστρέψουμε και να σου τα πάρουμε από τη μια στιγμή στην άλλη. Τα δάση σου, τη γη σου, το νερό σου, τον ουρανό σου, το κλίμα σου… Λούφαξε άνθρωπε στο φόβο σου. Κούρνιαξε σε μια γωνιά, ίσα-ίσα για να βγάζεις το ψωμί σου για να λες πάλι καλά που 'χω και τούτο. Και τίποτε άλλο μη ζητάς. Σκύψε το κεφάλι και μην τολμήσεις να κοιτάξεις προς τα πάνω γιατί σου ετοιμάζουμε χειρότερα…".
Και η απελπισία μάς περικυκλώνει.
Μόνο ένα μικρό φωτάκι σκέψης σπιθίζει.
Αν αυτή είναι η κόλαση, τότε θα υπάρχει και ο παράδεισος.
Κι αν η κόλαση είναι αυτή εκεί έξω, τότε ο παράδεισος είναι μέσα μας.
Θα τον θεριέψουμε αυτόν τον παράδεισο και θα προχωρήσουμε.
Όσο αντέξουμε.
Με το κεφάλι πάντα αγέρωχα ψηλά.
Θα προχωρήσουμε μέσα από τις καταστροφές, δημιουργώντας μονοπάτι για το μέλλον.
Κι αν είναι να πέσουμε, θα πέσουμε αγέρωχα, όρθιοι και μαχητές, κι όχι δουλικά σκυφτοί κι ευγνώμονες στα ψίχουλα.
(Μήπως έτσι δεν κάναμε πάντα;)