Η θεία μου (αδελφή του μπαμπά μου) και ο θείος μου.
Έμεναν δίπλα μας. Μαζί με τα παιδιά τους (δύο αγόρια) μεγάλωσα, σκαρφαλώνοντας στις δαμασκηνιές του κήπου (είχαμε το προνόμιο να έχουμε μεγάλη αυλή), παίζοντας καρφωτό στο χώμα (ένα παιχνίδι με αιχμηρό αντικείμενο που σημαδεύεις κουτάκια σε βρεγμένο πατημένο χώμα και τα διεκδικείς), μπίλιες, πόλεμο, κρυφτό και κυνηγητό πηδώντας από ορόφους γιαπιών, ξετρυπώναμε σκουλήκια, πηγαίναμε κρυφά στο γκρεμό (επικίνδυνο και απαγορευμένο μέρος), χτίζαμε κάστρα και σκάβαμε τάφρους με νερό και γέφυρες από κλαδάκια, κρύβαμε ινδιάνους στα χόρτα, διαβάζαμε Μπλέηκ και Όμπραξ, στήναμε ολόκληρες αυτοσχέδιες σκηνές με ξύλα και κλαδιά και μπαίναμε μέσα, μαζεύαμε πυγολαμπίδες σε βαζάκια, κάναμε πειράματα με μύγες, μαθαίναμε τις γάτες...
Πρώτα πέθανε ο θείος μου.
Η θεία μου μαράζωσε μετά από αυτό. Δεν μπόρεσε να το αποδεχτεί. Όλο για εκείνον μίλαγε. Επιδεινώθηκε και το ζάχαρο... Έχει κανένα χρόνο που την αποχαιρετήσαμε κι αυτήν.
Μπαίνω στο άδειο σπίτι. Τα κεραμίδια στάζουν και έχει μια μυρωδιά μούχλας και κλεισούρας. Τα έπιπλα και τα αντικείμενα της θείας μου εκεί.
"Να πάρουμε, λέει η μάνα μου, ό,τι θέλουμε γιατί θα το κατεδαφίσουν".
Σε λίγο φεύγει και μένω μόνη.
Σε μια στοίβα πεταμένα χαρτιά στο πάτωμα μια ολόκληρη ζωή. Ληξιαρχικές πράξεις, εκλογικά βιβλιάρια, έγγραφα του 1960... Τα άχρηστα πια δημόσια πιστοποιητικά της ύπαρξής μας σ' αυτόν τον κόσμο. Ελαφρώς υγρά από το ταβάνι που στάζει. Το χιόνι δέκα πόντους ακόμα στα κεραμίδια και παγωμένο έξω στους δρόμους. Πολύ κρύο. Τα δάχτυλά μου παγώνουν. Ξεχωρίζω τα πιο σημαντικά και τα βάζω στην άκρη. Κειμήλια μια ζωής. Όπως και το παλιό ξύλινο σκαλιστό κρεβάτι που κάποιος παλαιοπώλης θα το 'βρισκε αξιόλογο.
Βιάζονται να γκρεμίσουν την μικρή μονοκατοικία όμως άρον-άρον. Θέλουν να φτιάξουν μια μοντέρνα μεζονέτα για να έρθουν να μείνουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Το γκρέιτερ θα τα ισοπεδώσει όλα. Όλα; Μαζί και την μεγάλη φωτογραφία του γάμου του θείου και της θείας μου που τόσα χρόνια στεφανώνει το κρεβάτι τους; Μα, είναι δυνατόν να την άφησαν εκεί τα ξαδέρφια μου; Το θεωρώ ιεροσυλία να την λειώσει το γκρέιτερ.
Ψαχουλεύοντας την ξεχνώ. Τα ευρήματα όχι πολλά. Κυρίως καλά πράγματα για να δοθούν αλλού που τα έχουν ανάγκη, γιατί είναι κρίμα να καταστραφούν. Ούτως ή άλλως τα ξαδέρφια μου πήραν ό,τι ήθελαν.
Με τα χέρια γεμάτα, κλειδώνω πίσω μου και φεύγω. Στο πατρικό μου θυμάμαι την παλιά φωτογραφία. Τα πόδια μου ξανατρίζουν πάνω στο παγωμένο χιόνι του δρόμου.
Ακόμη κι αν δεν την θέλουν τα ξαδέρφια μου δεν μπορώ να την αφήσω παρανάλωμα στην κατεδάφιση. Θα 'ναι ασέβεια στη μνήμη τους. Ανεβαίνω με δισταγμό (μη λερώσω τάχα το στρώμα;) με τα παπούτσια πάνω στο κρεβάτι, κόβω την κορδέλα που είναι κρεμασμένη και παίρνω την παλιά σκονισμένη κορνίζα στα χέρια μου.
(Οι παρόμοιες φωτογραφίες με αυτήν της θείας μου είναι άσχετες και τις βρήκα στο διαδίκτυο)
.
Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
4 σχόλια:
Στη Σονια
http://www.esnips.com/doc/f42145df-c57c-4b55-a893-22d6f324fb91/05---O-kathreptis
και ας σπασει
"2Χα"
Kαι αυτο στο Κυκλοδίωκτον
http://www.amarysia.gr/new/index.php?option=com_content&task=view&id=17690
να το διαβασει, και αν αρεσει...
"2Χα"
Ασχετο, το 1ο σχολιο που εκανα στο ιστολογιο "Η φωτογραφία" εχει λαθος ωρα και ημερομηνια
Γιατι?
"2Χα"
@2Χα,
ώστε Σόνια λέγεται ο νέος σου μπελάς!
Το διάβασα. Καυστική η ειρωνία του.
Άσχετο: Μόνο αυτό το σχόλιό σου είχε λάθος ώρα (ή αλλιώς τώρα το παρατήρησες;)
Δημοσίευση σχολίου