Πόσο μου άρεσε αυτό το δυναμικό παιχνίδισμα του εγκιβωτισμού του πρωινού ήλιου στο σκοτεινό τοίχο του δωματίου μου.
Είχε τόση ορμή (και ειδημοσύνη -ab origine- περί εισβολής), που κατάφερε να τρυπώσει ειδητικά από τις ελάχιστες χαραμάδες που άφηναν τα κατάκλειστα στόρια.
Αυτό το περίεργο στη μέση με τα "δενδράκια" και τους "θάμνους", είναι ένα αριστοκαλλιτέχνημά μου(!) που ΄χα ...εμπνευστεί πέρυσι, φτιαγμένο από μαύρο και άσπρο πηλό...
-
Δευτέρα 30 Μαρτίου 2009
Σάββατο 21 Μαρτίου 2009
Κηδεία (αυτοθάψιμο)
Ορθώθηκες τεράστιο τείχος απέναντί μου.
«Για να συνεχίσεις πρέπει να περάσεις από πάνω μου» σ’ άκουσα να δηλώνεις, αλλά δεν ξέρω αν ήταν ακόμα μια παγίδα σου για να φάω τα μούτρα μου, γιατί, καμιά φορά, η κατά μέτωπον επίθεση είναι τρελή αποκοτιά και χρειάζεται ο κλεφτοπόλεμος.
Δεν μπορούσα να σε πολεμήσω. Κάθε μου επίθεση πάνω σου γινόταν αντανάκλαση μαχαιριάς στο έκπληκτα ανύποπτο μυαλό μου.
Ανύποπτο; Δεν ήξερα άραγε για το τείχος αυτό; Ή νόμιζα αφελέστατα πως το είχα αφήσει πίσω μου εδώ και καιρό και ήταν υπό έλεγχο;
Καμιά φορά τα χειρότερα θεριά μένουν κοιμισμένα καθησυχάζοντάς μας για την μη ύπαρξή τους, μέχρι που οι συγκυρίες τα ξυπνούν για να μας υπενθυμίσουν τα όριά μας και να μας βγάλουν από τις αυταπάτες.
Κι έκρυβε τόση οδύνη η ελαχιστότατη αντίσταση!
Δεν τα κατάφερα να τα βάλω μαζί σου τελικά.
Ο πόνος με αποσυντόνιζε, με κομμάτιαζε, τάραζε συνθέμελα την ύπαρξή μου με άγριο σκοπό να την διαλύσει.
Ίσως αυτό θα ΄πρεπε να είχα αφήσει να γίνει αν μου ‘μειναν ακόμα μαχητικά κότσια.
Αλλά δεν είχα το κουράγιο και το σθένος αυτή τη φορά να γκρεμίσω για να ξαναχτίσω. Όχι πάλι!
Μόλις που τα ‘χα τακτοποιήσει όλα σε μια ωραιοφανή θέση.
Μου ‘λειπε και μια εξωτερική οπτική, τι να λέμε...
Προφάσεις πάντα υπάρχουν για να κρύψουμε και να μετονομάσουμε την δειλία μας.
Υποχώρησα.
Ζήτησα να ξαναγυρίσω στην προηγούμενη βόλεψή μου, θάβοντας άρον-άρον πίσω μου το τείχος.
Μα στην πραγματικότητα, αυτό είναι που με έχει θάψει εδώ και μέρες…
Συμπέρασμα:
Όταν δεν μπορείς να προχωρήσεις και μένεις στάσιμος, νεκρώνεσαι.
-
«Για να συνεχίσεις πρέπει να περάσεις από πάνω μου» σ’ άκουσα να δηλώνεις, αλλά δεν ξέρω αν ήταν ακόμα μια παγίδα σου για να φάω τα μούτρα μου, γιατί, καμιά φορά, η κατά μέτωπον επίθεση είναι τρελή αποκοτιά και χρειάζεται ο κλεφτοπόλεμος.
Δεν μπορούσα να σε πολεμήσω. Κάθε μου επίθεση πάνω σου γινόταν αντανάκλαση μαχαιριάς στο έκπληκτα ανύποπτο μυαλό μου.
Ανύποπτο; Δεν ήξερα άραγε για το τείχος αυτό; Ή νόμιζα αφελέστατα πως το είχα αφήσει πίσω μου εδώ και καιρό και ήταν υπό έλεγχο;
Καμιά φορά τα χειρότερα θεριά μένουν κοιμισμένα καθησυχάζοντάς μας για την μη ύπαρξή τους, μέχρι που οι συγκυρίες τα ξυπνούν για να μας υπενθυμίσουν τα όριά μας και να μας βγάλουν από τις αυταπάτες.
Κι έκρυβε τόση οδύνη η ελαχιστότατη αντίσταση!
Δεν τα κατάφερα να τα βάλω μαζί σου τελικά.
Ο πόνος με αποσυντόνιζε, με κομμάτιαζε, τάραζε συνθέμελα την ύπαρξή μου με άγριο σκοπό να την διαλύσει.
Ίσως αυτό θα ΄πρεπε να είχα αφήσει να γίνει αν μου ‘μειναν ακόμα μαχητικά κότσια.
Αλλά δεν είχα το κουράγιο και το σθένος αυτή τη φορά να γκρεμίσω για να ξαναχτίσω. Όχι πάλι!
Μόλις που τα ‘χα τακτοποιήσει όλα σε μια ωραιοφανή θέση.
Μου ‘λειπε και μια εξωτερική οπτική, τι να λέμε...
Προφάσεις πάντα υπάρχουν για να κρύψουμε και να μετονομάσουμε την δειλία μας.
Υποχώρησα.
Ζήτησα να ξαναγυρίσω στην προηγούμενη βόλεψή μου, θάβοντας άρον-άρον πίσω μου το τείχος.
Μα στην πραγματικότητα, αυτό είναι που με έχει θάψει εδώ και μέρες…
Συμπέρασμα:
Όταν δεν μπορείς να προχωρήσεις και μένεις στάσιμος, νεκρώνεσαι.
Keep Walking by Sladjana Endt
(Να κάνει, άραγε, η επερχόμενη ανάσταση και κανένα θαύμα;)
-
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)