-
Δεν είναι που πέφτουμε από τα όνειρα, είναι που
γκρεμοτσακιζόμαστε και δε θέλουμε να τα ξαναδούμε στα μάτια μας, ούτε καν να
ξανακοιμηθούμε.
-Γίνεται μάτια μου χωρίς ύπνο και όνειρα; Ζωή είναι αυτή.
Πώς θα γλυκάνει λίγο;
-Α, ναι! Όλο ξεχνώ το την τελευταία συμφορά των ανθρώπων.
Όλες οι άλλες έφυγαν από το κουτί. Σκόρπισαν. Μπορεί και να τις συναντήσεις στο
διάβα σου, μπορεί και όχι. Η μία όμως που έμεινε κλεισμένη θα μας κατατρέχει
για πάντα:
Η ελπίδα!
Ελπίδα, η καταδίκη των ανθρώπων.
Το μαστίγιο των Θεών
για να προχωρούμε μπροστά.
Κι έστειλαν γαμήλιο δώρο οι Θεοί στον Επιμηθέα (αφού πρώτα του πάσαραν έντεχνα την Πανδώρα - ακούσιο συνένοχο των σχεδίων τους), ένα
κουτί-πιθάρι.
Και η Παν-Δώρα, ελαφρόμυαλη και περίεργη, το άνοιξε (Τίποτα δεν έμαθε η κατοπινή Εύα - τα ίδια λάθη κι εκείνη. Θα το 'χει το θήλυ στο DNA του φαίνεται, θα είναι το θηλυκό του διπόλου: 'άρρεν-θήλυ' που φταίει από κατασκευής, ως εύτοκος και γόνιμος αποδέκτης/μήτρα κυοφορίας και γέννησης πολλών δεινών τε και μη)...
Κι αφού το άνοιξε, έφυγαν, σκόρπισαν σε όλον τον κόσμο, όλα τα
δεινά και τα κακά συναπαντήματα εκτός από ένα!
Η ελπίδα έμεινε για πάντα μέσα στο κουτί!
Ανά τους αιώνας, μόνιμη προσφορά από τους Θεούς, κρατημένη για πάντα στην αρχέγονή της αποστολή, ύπουλο δώρο-άδωρο προς τους θνητούς που τόλμησαν να κλέψουν τη φωτιά/φως.
Η ελπίδα που ήταν μαζί με όλα τα δεινά μέσα στο δώρο-εκδίκηση. Ήταν/είναι μέρος τους, κομμάτι τους, δηλαδή κάτι κακό, μια συμφορά! Αυτό μας λέει ο μύθος και δεν το καταλαβαίνουμε, ενώ βρίσκεται τόσο εμφανές μπροστά στα μάτια μας.
Μια και δεν μπορούσαν οι Θεοί να πάρουν πίσω τη φωτιά/φως/φώτιση, τον τρόπο δηλαδή που έδωσε ο Προμηθέας στους ανθρώπους για να φτάνουν στην φώτιση/υπέρβαση, ισότιμη της θέωσης, οι εκδικητικοί και απειλούμενοι θεοί (οι μετέπειτα ονομαζόμενοι δια-βολοι;), βρήκαν έναν τρόπο να τους κρατούν απασχολημένους και να τους αποσπούν την προσοχή από αυτό. Έστειλαν συμφορές, βάσανα και διάφορα κακά συναπαντήματα, να 'χει να ξεπεράσει και να απασχολείται ο άνθρωπος και μαζί μ' αυτά και την ελπίδα για να μεταθέτει στο μέλλον το σήμερα. Τι πανέξυπνο κόλπο!
(Στο αντίγραφο του μύθου στη Γένεση, έχουμε το απερίσκεπτο δάγκωμα του μήλου από την Εύα, τον εκδιωγμό από τον Παράδεισο στη γη των δεινών και των πόνων, και την Ελπίδα με την μορφή προφητείας για τον ερχομό ενός λυτρωτή Μεσσία.)
Κάποιοι άνθρωποι, ακόμη και σήμερα, θεωρούν την ελπίδα ως δώρο (ίσως ξεγελασμένοι ατταβιστικά από τα τεχνάσματα του τότε για τον τρόπο θέασης της ζωής και του φωτός). "Ευτυχώς υπάρχει/έχουμε ακόμα ελπίδα" λένε, μη βλέποντας πως είναι το τέχνασμα των θεών για να περιμένουμε το μέλλον και να μην απελπιζόμαστε από
το σήμερα, ώστε να συνεχίζουμε να ζούμε και να μην 'αποδημούμε' εθελούσια κατά σωρηδόν.
Ποιος θα συνέχιζε τη ζωή και το εξελικτικό μέρος του 'σχεδίου' του σύμπαντος, αν απελπισμένοι από τα όσα μας συμβαίνουν και απέλπιδες, αποχωρούσαμε όλοι ομαδικά για τον "άλλο κόσμο";
Αί! των θνητών αι ελπίδες
ως ελαφρά διαλύονται
όνειρα βρέφους· χάνονται
ως λεπτόν βόλι εις άπειρον
βάθος πελάγου.
(A. Κάλβος - "Η Βρεττανική μούσα", κα΄. Λυρικά)
Η αποστολή τους, να είναι άπιαστα όνειρα. Κι αν πιάσεις ένα από δαύτα και κατακτήσεις την ελπίδα, πάλι η ανάγκη και οι δυσκολίες, τα βάσανα του βίου και όλη η προδιαγεγραμμένη πορεία του ανθρώπου, σε κάνουν να δημιουργείς αέναα καινούργιες (ελπίδες).
Για να αντέχεις και να προχωράς. Ελπίζοντας σε κάποια βελτίωση, φυσικά!
Η ελπίδα είναι η καταδίκη του
ανθρώπου να ελπίζει σε κάτι καλύτερο, όπως κι αν του τα φέρνει η ζωή. Όσο κι αν του τσαλακώσει όσα περιμένει να του 'τύχουν'. Όσο κι αν του πάει στραβά ό,τι κυνηγάει και επιδιώκει.
Δεν ξέρω αν διαφέρει από το όνειρο.
Δεν ξέρω αν, ελπίζοντας, πιάνεις να δημιουργήσεις ή απλώς περιμένεις.
Σημασία έχει ότι μεταθέτεις το παρόν
στο μέλλον και ίσως το χάνεις.
Γιατί, πολλές φορές, στηριζόμενος στην ελπίδα, περιμένεις το καλύτερο Αύριο και βουτάς στην αδράνεια της απογοήτευσης του Σήμερα ή το χάνεις επειδή δεν το εκτιμάς όσο πρέπει, γιατί με την ελπίδα, πάντα, το άπιαστο Αύριο φαντάζει καλύτερο και το πολύτιμο σήμερα υποδεέστερο.
Άμα όμως πιάσεις τη δράση, πάει η ελπίδα, εξαφανίζεται. Δεν ελπίζεις πια να αλλάξουν τα πράγματα και οι καταστάσεις. Παίρνεις να τα αλλάξεις μόνος σου, δρας, ενεργείς, δεν ονειρεύεσαι και δημιουργείς εσύ με κάθε βήμα σου στο τώρα τη δική σου διαχειρίσιμη ελπίδα και το μέλλον.
"Νίκησε το στερνό, τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα. Τούτο είναι το τρίτο χρέος"
(Ν. Καζαντζάκης-Ασκητική)
"Η ζωή δεν δεν έχει απολύτως
κανένα νόημα, εκτός από το να την ζεις", μου 'χε γράψει ένας ποιητής σε μία σύντομη συζήτηση ονλάιν για τον μηδενισμό.
Κι εγώ του απάντησα: "Ναι, έτσι
είναι, 'η ζωή δεν έχει απολύτως κανένα νόημα, εκτός από το να την
ζεις', παίζοντας και δοκιμάζοντας τις αντοχές και τα όριά σου, στοχεύοντας
με οδηγό την καθαρότητα, το εξ ορισμού άπιαστο άπειρο. Και πού ξέρεις, καμιά
φορά μπορεί να γίνει και κάποιο θαύμα... για να 'χει κι η ελπίδα λόγο ύπαρξης."
Επειδή, αν δεν το καταλάβατε, για να δικαιώνουμε την Ελπίδα
γίνονται κάπου-κάπου τα θαύματα!
Για να δημιουργούν καταγεγραμμένο προηγούμενο πραγμάτωσης κι ύστερα, βλέποντας οι υπόλοιποι αυτά τα σπάνια δείγματα υλοποίησης, να πιανόμαστε από αυτήν για να γεμίζουμε (πώς μου το 'πε κάποτε ένας γιατρός να δεις)... Ενδορφίνες… Κατεχολαμίνες, … Βραδυκινίνες… Αδρεναλίνες; ...Και να συνεχίζουμε να ζούμε.
Έτσι γράφονται
τα παραμύθια με το πάντα αίσιο τέλος και οι μύθοι περί Ελπίδας, για να στεριώνει μέσα μας βαθιά και υποσυνείδητα την ύπαρξή της.
Όμως εκείνοι που τελικά δικαιώνουν την
ελπίδα ως φωτεινά παραδείγματα μίμησης, πιάνονται από το τώρα όχι από το αύριο…
Σσσσσσσ... μη μαρτυράς το μυστικό… Μην πεις πως ενώ η ελπίδα συμβολίζεται με το μέλλον, την πιάνεις μόνο με την απόχη του παρόντος.
''Ποιά είναι όμως η ελπίδα που δίνουν οι ισχυροί θεοί στους ανθρώπους
προκειμένου να μη διαταχθεί η τάξη, δηλαδή να συνεχίσουν εκείνοι να είναι
ισχυροί και ταυτόχρονα να μην ζωντανέψει μια ελπίδα και αμφισβητήσει την
εξουσία και τη δύναμή τους;
Η ελπίδα, που είναι η δομική ουσία της υπομονής, και της
εγκαρτέρησης ότι κάποτε όλα θα διορθωθούν, κάποτε θα γίνει ένα θαύμα και όλα θα
φτιάξουν;
Γιατί η ελπίδα βρίσκεται σκόπιμα μέσα στη φύση των δεινών, της
δυστυχίας, της αυταπάτης, επειδή φέρνει στον άνθρωπο την παρηγοριά. Η παρηγοριά
όμως δεν είναι λύτρωση, ούτε απελευθέρωση. Είναι η ευκολότερη συμβίωση με τα
δεινά που φέρνουν οι θεοί.
Αυτή η ελπίδα λοιπόν, είναι το τελευταίο ανάχωμα που
έστησαν οι ηγέτες θεοί για να προλάβουν την εξέγερση.
Οι ισχυροί θεοί ξέρουν ότι οι θνητοί δεν πρέπει να φτάσουν στην απόγνωση.
Γιατί η απόγνωση καθιστά τον άνθρωπο απρόβλεπτο, ανεξέλεγκτο και επομένως
επικίνδυνο.
Έτσι λοιπόν, έφτιαξαν μια ελπίδα που είναι η κόρη της παραπλάνησης και η
μητέρα της αυταπάτης ''
Κι όπως είχα γράψει παλιότερα σ' απάντηση για τις ....Κατεχολαμίνες:
"Γι αυτό αν είναι μήνυμα ελπίδας αυτό που μου 'στειλες,
πες μου καλύτερα τι να κάνω στο εδώ και στο τώρα, γιατί κι αν ακόμα μου δόθηκε
εγχειρίδιο ζωής κάποτε, το 'χασα μάλλον και βαδίζω στα τυφλά. Καλά που συναινούν
πού και πού κάποια σημάδια στον αχαρτογράφητο δρόμο και με γεμίζουν κρυφή χαρά
ότι σωστά τραβώ!"
Για το τέλος, ένα σχετικό απόσπασμα του Μποντλέρ, από μια παλιά μου ανάρτηση:
"Ο Καθένας με τη
Χίμαιρά του"
Κάτω από ένα απέραντο ουρανό γκρίζο, σε μια μεγάλη
πεδιάδα γεμάτη σκόνη, χωρίς μονοπάτια, χωρίς χλόη, χωρίς ένα γαϊδουράγκαθο,
χωρίς μια τσουκνίδα, συνάντησα πολλούς ανθρώπους, που βάδιζαν κυρτοί.
Καθένας απ' αυτούς
έφερε στην πλάτη του μια πελώρια Χίμαιρα...
Ρώτησα έναν απ' αυτούς τους ανθρώπους να μου πει που
πήγαιναν έτσι. Μου απάντησε ότι δεν ήξερε τίποτε για τούτο, ούτε αυτός ούτε οι
άλλοι, αλλά προφανώς πήγαιναν κάπου, γιατί ήταν σπρωγμένοι από μια ανίκητη
ανάγκη να βαδίζουν.
Πράγμα περίεργο, να σημειώσομε: κανένας απ' αυτούς
τους ταξιδιώτες δεν είχε ύφος θυμωμένο εναντίον του άγριου κτήνους, που ήταν
κρεμασμένο απ' το λαιμό του και προσκολλημένο στην πλάτη του. είπε ότι το
θεωρούσε σαν να αποτελούσε μέρος του ίδιου. Ολα αυτά τα πρόσωπα, κουρασμένα και
σοβαρά, δεν μαρτυρούσαν καμμία απελπισία. κάτω από τον μελαγχολικό θόλο του
ουρανού, τα πόδια βυθισμένα στην σκόνη ενός εδάφους το ίδιο περίλυπου όσο ο
ουρανός, πορεύονταν με την καρτερική φυσιογνωμία εκείνων, που είναι
καταδικασμένοι να ελπίζουν πάντοτε..."
(Charles Baudelaire: Η μελαγχολία του Παρισιού)