Δευτέρα 19 Μαΐου 2008

Αφιερώματα-Νίκος Καρούζος 1

.
Η συνήθεια να λέω κάτι
Πώς θα νιώσουμε τη γεωγραφία χωρίς τις πρωτεύουσες
(εγώ, κύριε, τη διασκεδάζω την αποτυχία μου στην ύπαρξη)
νομίζω όμως πως ο χάρτης αγνοεί τα μοιρολόγια μας
τις πεπτικές διαδικασίες των αγαθών μουσουλμάνων
(ε, δεν τη φανταζόμουνα μια τέτοια φράση)
λέγε καημένε τι στοιχίζει μετά θάνατον η ομιλία
τι να τρων τον Αισχύλο τα σκουλήκια
τι το Λάμπρο Πορφύρα…
Για κουτούς η δόξα ψάχνει για κλινήρεις του πνεύματος.
Τι ειν’ ο ίδιος ο Σαίξπηρ αγνάντια στους άγιους
οπού κρατούν αγκαλιά τους τις κορφές στα Ιμαλάια…
Στο ανύπαρκτο κατατείνω
αδιάφορος κι αναντίρρητος.
.
Σκάβοντας με την Αξίνα του Εφήμερου
Πρόοδος είναι να επιστρέφεις από νοημοσύνη
να πίνεις το νεράκι απ’ το βράχο
με νεολιθική ωριμότητα με ανώγεια μάτια.
Η ορμή μου σε πρόβλημα η καρδιά μου σε θάμβος
τανυσμένος ολούθε
στην πλατειά πολυμέρεια ο απείθαρχος Νόμος
καθιστός ωσάν ξόανο
ο δράκος
που φυλάσσει το νερό
ενάντια στη δίψα (στέρεμα θα ρθει)
οι κλειδώσεις του άνθους.
.
Η Έναστρη Φωτογένεια
Ο άνθρωπος που εισόρμησε πια στην απώτερη θλίψη
με δίχως έστω ένα τριαντάφυλλο
μ’ εκείνα τ’ ακατέργαστα στην ώχρα μεινεσμένα μάτια
στο μισοσκέπαστο ερημόκκλησο σέρνοντας
τη μεγάλη ανάπηρη σιωπή στο καροτσάκι της ομιλίας
ανέκαθεν ήξερε την άσωστη κατάσταση –: πως είμαστε
καθημαγμένοι ερασιτέχνες του Πραγματικού
μ’ ένα μυστήριο που βεβηλώνει τη διάνοια διχάζοντας
πριν η δορά της θάλασσας σηκώσει το ανάστημα του Άδη.
Πολύκρουνη η θύελλα σπάζει τα ματογυάλια της
κι ο μέγας τρόμος αδράχνει τα μελλούμενα
σχηματίζοντας αποστήματα στη μνήμη.
Κατάχαμα της ασίγαστης σιγής ένα κινούμενο
κειμήλιο-σκουλήκι.
Η ζωή που μικραίνει: η μεγάλη αλήθεια.
Στον οπού πιάνει το τσαπί γίνεται τσάπισμα
στον οπού πίνει το νερό γίνεται πιόμα.
Έρχεται έαρ αειπάρθενο προφέροντας αρώματα
κρατεί με μια κατάμαυρη λεπτότατη κλωστή
στα ύπαιθρα της νύχτας
το σημείο του γκιώνη που ειν’ άγνωστο σήμερα.
.
Οπτική Αγωνία
Στο άρωμα ο δυόσμος ισοβίτης αποχωρίζοντας
το κοίταγμα με χάος απ’ την όραση
(ζοφερά τ’ ουρανού τα αποστήματα)
μα οι γαλάζιες υποθέσεις της ψυχής φτεροζυγιάζονται
στον εσχατιώτη που τήκεται υποφέροντας τα τέρματα.
Χιλιάδες χρόνια έρημου νερού με συντροφεύουν
(ένα κουφάρι πεθαμένης μέλισσας
ανάλαφρο μεσ’ στο λιοπύρι) καθώς η νύχτα η αστραπομάτα
χύνεται κάποτε στην πολύκροτη φωτιά στη μαύρη
νευροπάθεια
με στομωμένο κόκκινο ξηλώνοντας με φλόγες το σκοτάδι.
Ξεροστάλιαζα γιομάτος αφύπνιση παραμέριζα
τα τέσσερα στοιχεία
έβλεπα ήμουνα υπήρχα στην αμφίνοια συσσωρεύοντας
την άχρηστη ζωή μου μεσ’ στο κάπνισμα
δρασκελώντας την άπληστη τυραννίδα του ποιήματος
μύριζα φύκια στις ευωδιαστές μασχάλες της θαλάσσης
μόνος
εκεί που θραύεται το κύμα λυσσαλέο δίχως όρια
στον ατράνταχτο βράχο: με πόσους αιώνες τον υποσκάπτει...
Θα ναυλώσω ένα σύστημα φιλοσοφίας
για να πάω ταξίδι στα ξωτικά κείνα μέρη στα απώτερα
Λάθη.
Η κωμωδία παίζεται στο σύνολο της γεωγραφίας
κι ανελέητα η ζωή πολιορκεί
τα νεκροταφεία με μαρμαράδικα.
Πεσμένος ένας όμορφος ανάπαιστος ανάμεσα στα
κυπαρίσσια.
.

2 σχόλια:

Lefteris Sifidis είπε...

wraios o omoio(karouzo)pathis..

Lefteris Sifidis είπε...

wraia, mallon.. twra eida to profile sou.