Το φως δουλεύοντας τη σάρκα μου, φάνηκε μια στιγμή στο στήθος το
μενεξεδί αποτύπωμα, κει που η τύψη μ' άγγιξε κι έτρεχα σαν
τρελός. Ύστερα, μες στα πλάγια φύλλα ο ύπνος μ' αποστέγνω- σε, κι έμεινα μόνος. Μόνος.
Ζήλεψα τη σταλαγματιά που απαρατήρητη δόξαζε τα σκίνα. Όμοια
να 'μουν στο έκπαγλο μάτι που αξιώθηκε να δει το τέλος του Ελέους!
Ή μήνα κι ήμουν; Στην τραχύτη του βράχου, ανάρραγου από την κορ-
φή ως τα βάραθρα, γνώρισα τα πεισματικά σαγόνια μου. Που
σπάραζαν το κτήνος μέσα στον άλλον αιώνα.
(Ελύτης - Έξι και μία Τύψεις για τον Ουρανό)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου