Υπάρχουν πράγματα που λέμε και πράγματα που νοιώθουμε. Όταν τα δεύτερα μπουν σε λέξεις χάνουν το βάθος τους, ρηχαίνουν και κατευθύνονται μόνο στο μυαλό αντί να συμμετέχει και η καρδιά. Εκτός αν, σε ειδικές περιπτώσεις, οι λέξεις καταφέρουν να δονήσουν και να αφυπνίσουν μέσα μας και κάτι άλλο εκτός από τη νοητική σύνδεση-κατανόησή τους.
Φτάσαμε το απόγευμα κατά τις 18:00 και θα φεύγαμε την επόμενη μέρα κατά τις 12.00 να προλάβουμε το καράβι στις 13:00. Ελάχιστος χρόνος για να επισκεφτείς τη Σαμοθράκη. Ιδίως όταν είναι επαγγελματικοί οι λόγοι της επίσκεψης κι έχεις ακόμα πιο περιορισμένο χρόνο.
Πηγαίνοντας, η μέρα ήταν συννεφιασμένη με τάσεις βροχής και η κορυφή του Σάου ήταν κρυμμένη στα σύννεφα. Έτσι έκανε αυτόν τον ορεινό επιβλητικό όγκο που ξεπετάγεται από τη μέση της θάλασσας, να προκαλεί ακόμη περισσότερο δέος.
Μας είχαν κλείσει δωμάτια σε ένα μέρος που λέγεται Θέρμα.
Φώτα, χαμόγελα, άνθρωποι κι εγώ ταυτόχρονα παρατηρητής και παρατηρούμενος μέσα σ' όλο αυτόν τον κόσμο. Σα να έβλεπα ό,τι γινόταν σε ένα βίντεο, μόνο που αυτό το βίντεο ανήκε στο παρόν και ήμουν ενεργό μέλος.
Πώς γίνονται όλα τόσο μηχανικά, αναρωτιόμουν, πώς μένω αμέτοχη στο παρόν μου ενώ συμμετέχω σ' αυτό; Σαν καλοκουρδισμένη μηχανή συνέχισα να κάνω ό,τι έκανα και σύντομα ξεχάστηκε ο παρατηρητής κι έμεινε μόνο ο ανίδεος παρατηρούμενος.
Την επόμενη μέρα έβαλα το ξυπνητήρι νωρίς να προλάβω να δω έστω κάτι από το νησί. Οι υπόλοιποι της παρέας κοιμόταν κουρασμένοι και δεν είχαν συμμεριστεί την επιθυμία μου για μια μικρή περιπλάνηση το πρωί πριν φύγουμε.
Περπατώντας ξυπόλητη είδα σε ένα μαγαζάκι κάτι σαγιονάρες (δεν περίμενα ότι θα 'βρισκα) και είπα να πάρω ένα ζευγάρι. Από συγκυρία κατέληξα τελικά να αφήσω τις σαγιονάρες και να αγοράσω κάτι ηλίθια πλαστικά σαμπό. Πήρα κι ένα μικρό καραβάκι που γράφει Σαμοθράκη, έτσι για αναμνηστικό (αν και δεν μου αρέσουν τέτοια αναμνηστικά και ιδίως κάτι γύψινα τελείως κιτς, αλλά αυτό ήταν αρκετά καλαίσθητο)…
Ρώτησα την κυρία που με εξυπηρέτησε τι αξιόλογο θα μπορούσα να επισκεφτώ στην περιοχή τους και μου απάντησε αμέσως: "Τις βάθρες".
Πώς είχα την εντύπωση, από διάφορα ντοκιμαντέρ, ότι οι βάθρες είναι ψηλά στο βουνό και θέλει ώρες για να φτάσεις; Αλλά, όχι, ήταν εκεί κοντά, ένα τέταρτο δρόμο μόνο, με πληροφόρησε η κυρία κι εγώ δεν πίστευα στα αυτιά μου ότι θα μπορούσα να δω κάτι περισσότερο από τα γραφικά σοκάκια. Ξεκίνησα λοιπόν πασίχαρη για τις βάθρες. Στο δρόμο με συνόδευαν οι ήχοι από τζιτζίκια και τίποτε άλλο.
Ο δρόμος για τις βάθρες πετροστρωμένος, με αρκετά δέντρα. Σύντομα, στον ήχο των τζιτζικιών προστέθηκε και ο θόρυβος από το ποτάμι. Μόνο αυτά. Όχι ενοχλητικά σαν βουητό, αλλά σαν συνοδεία για να μπορείς να ακούς τη σιωπή σου.
Περπατώντας, ξαναθυμήθηκα την μηχανικότητα του χθες. Ακόμα συνεχιζόταν. Είχα ένα πανέμορφο φυσικό τοπίο γύρω μου, βούρκωνα από δέος κοιτάζοντας τις βραχώδεις κορυφές του Σάου, αλλά ήμουν σαν υπνωτισμένη. Σα να μη με άγγιζε πραγματικά σε βάθος τίποτε από όλα αυτά. Άρχισα να κάνω διάφορες σκέψεις για την συνειδητότητα του παρόντος. Μήπως αυτό που ζητούσα ξεφεύγει από τα ατομικά όρια και είναι τελικά κάτι σαν σύνδεση με το όλον της ύπαρξης;
Την πρώτη φορά που ένοιωσα αυτό που αυθαίρετα ονομάζω "απόλυτη συνειδητότητα του παρόντος" ήμουν ακόμη μαθήτρια, στο σκοτεινό παιδικό μου δωμάτιο, καρφώνοντας το βλέμμα μου σε μια γωνιά στη σκιά από τα παιχνιδίσματα του αμυδρού φωτός που ερχόταν από έξω. Τότε ήταν που για πρώτη φορά αισθάνθηκα ένα συγκλονιστικό συναίσθημα, μια συνειδητή επίγνωση ότι "υπάρχω".
Ακόμη μου 'χει μείνει η εικόνα αυτής της γωνίας.
Αποφάσισα να ακολουθήσω το τσιμεντένιο αυλάκι και να ρωτήσω πιο πέρα κάτι νεαρούς που έκαναν ελεύθερο κάμπινγκ μέσα στα δέντρα. "Καλά πήγαινα…"
Έτσι συνάντησα τελικά την πρώτη βάθρα σκεφτόμενη την παραλλαγή "είδα τη βάθρα κάποτε" και ευγνωμονώντας χίλιες φορές την αυθόρμητη τυχαία απόφασή μου να μην πάρω σαγιονάρες αλλά αυτά τα σαμπό που αντέχουν και στα αναγκαία τσαλαβουτήματα της διαδρομής και κρατάν σταθερό το πόδι ώστε να είναι κατάλληλα και για την ανάβαση. Συνέχισα ακόμη λίγο και με μια ελάχιστη αναρρίχηση έφτασα και στην επόμενη βάθρα (αργότερα έμαθα ότι έχει πολλές και σε διάφορα σημεία)
Εκεί είχε κόσμο και κάποιους με μαγιό. Για να πας στην επόμενη βάθρα έπρεπε να περάσεις μέσα από το νερό που σου 'φτανε μέχρι το στήθος. Πολύ δελεαστικό μετά από την πορεία να πέσεις και να δροσιστείς σ' αυτά τα νερά αλλά ούτε μαγιό φορούσα, ούτε είχα χρόνο στη διαθεσή μου για μια τέτοια συνέχεια.
Κι εκεί που προσπαθούσα να δω καλύτερα έναν τέλεια καμουφλαρισμένο μεγαλούτσικο βάτραχο να ρεμβάζει στο βράχο δίπλα στη βάθρα ενώ κάποιοι του πετούσαν διάφορα για να τον κάνουν να μετακινηθεί, χτύπησε το κινητό.
Με περίμεναν, ώρα να επιστρέψω για να φύγουμε.
Στο τελευταίο κατάστρωμα του πλοίου έριχνα αποχαιρετιστήριες ματιές στο νησί που αφήναμε πίσω μας, ενώ είχαμε την τύχη να μας συνοδέψουν για λίγο και τρία δελφίνια, μάλλον γνωστά στους τακτικούς επισκέπτες γιατί σχολίαζαν ότι το ένα έχει ένα αναγνωρίσιμο σημάδι στο πτερύγιο του.
Η θάλασσα τόσο μπλε που φαινόταν σχεδόν μαύρη, αλλά μέσα της σα να έβλεπες αχτιδωτές ανταύγειες που μου θύμισαν τους βόλους που παίζαμε μικροί.
Κοιτώντας τη θάλασσα για ώρα ξανάρχισα να συμμαζεύω τις σκέψεις μου και πάλι παρατηρητής και παρατηρούμενος.
Μα, τι μου συνέβαινε, γιατί αισθανόμουν έτσι, τόσο έντονα; Κι έτσι, σε ένα κλικ αναλαμπής, σκέφτηκα ότι δεν πήγαζε μόνο από μένα κι ότι το νησί πρέπει να έχει ένα ιδιαίτερο ενεργειακό πεδίο που με επηρέαζε. Σαν είχε φορτίσει μια ξεχασμένη μπαταρία μέσα μου.
Α, δεν είμαι καλά… μήπως παρααφέθηκα και παραλογίζομαι; Σα να με έπνιγε όλο αυτό. Ήθελα οπωσδήποτε να το συζητήσω με κάποιον. Να τηλεφωνήσω… "Γεια, τι κάνεις; Φεύγω από τη Σαμοθράκη και αισθάνομαι ένα ιδιαίτερα έντονο ενεργειακό πεδίο"… Μπα, άστο καλύτερα!
Κάθισα σε μια γωνία του καυτού καταστρώματος με ελάχιστη σκιά κι άρχισα να σημειώνω: "Σκέφτομαι άρα μπορώ/έχω τη δυνατότητα να υπάρξω κι όχι 'υπάρχω' όπως λέγεται. Γιατί, τι διαφορά έχει ο μηχανικός, ασυνείδητος τρόπος ζωής μας από την απλή επιβίωση ενός φυτού ή ενός ζώου, χωρίς την ενσυνειδησία της πορείας μας…" ή "Μήπως ο φόβος του θανάτου εμπεριέχει και τον φόβο της απόλυτης μοναξιάς την στιγμή που ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με την πραγματικότητα του είναι του -που φροντίζει να αποφεύγει και να ξεχνάει…" κλπ.
Πλησιάζαμε στην Αλεξανδρούπολη πια. Ένα σμήνος γλάρων ήρθε συνοδεία μας. Κάποιοι έβγαλαν μπισκότα και τους τάιζαν. Τα πετούσαν και τα πουλιά τα έπιαναν στον αέρα ή τα κρατούσαν στο χέρι και οι πιο τολμηροί γλάροι πλησίαζαν και τα άρπαζαν.
Ξέρεις ότι τα πουλιά είναι οι τελευταίοι απόγονοι των δεινοσαύρων, είπα στην κοπέλα…
Ξαφνικά θυμήθηκα ότι είχα κι εγώ κράκερς. Άρχισα να τα σπάζω κομματάκια και να τα πετώ στους γλάρους. Ήταν τόσο ωραίο συναίσθημα. Πρώτη φορά έβλεπα από τόσο κοντά γλάρους να πετάνε. Στα μάτια τους φαινόταν καθαρά το άγριο ένστικτο της επιβίωσης.
Ή μήπως για τρίτη; Κι εκεί στη βάθρα με το βάτραχο που βαλθήκαμε όλοι όσοι ήμασταν εκεί με διάφορες γνώμες γα το τι πρέπει να γίνει για να μετακινηθεί;
Το τραγούδι σαν επίλογος-αφιέρωμα για τις όμορφες συζητήσεις που κάναμε στην επιστροφή μια και το αναφέραμε (κι ας έχει επενδυθεί με εικόνα χάλια αισθητικής)...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου