Είχαμε ραντεβού έξω από τον Τερκενλή στην Αριστοτέλους
Είχε πάει λίγο νωρίτερα και με περίμενε, ακουμπισμένος στο απέναντι δέντρο
δίπλα από το περίπτερο. Ποιος; Ο Ίταλο Καλβίνο αυτοπροσώπως.
Στο χέρι του κρατούσε μια χάρτινη σακούλα και μέσα της είχε ένα βιβλίο του
για να μου το δωρίσει.
-Ήθελα να σου φέρω ένα άλλο βιβλίο μου, μού είπε, αλλά δεν το έβρισκα.
-Δεν ξέρω τίποτε για σένα εκτός του ότι σε αναφέρει συχνά-πυκνά ο Ροντάρι
κι ούτε έχω διαβάσει ποτέ κανένα σου βιβλίο… αλλά ξέρεις... πάντα ήθελα, σκόπευα να διαβάσω κάπου στο μελλοντικό χρόνο… δικαιολογήθηκα βιαστικά...
-
Είναι που ονομάζομαι "εγώ", μου είπε,
κι αυτό είναι
το μοναδικό πράγμα που ξέρεις για μένα αλλά αρκεί να σε σπρώξει να επενδύσεις
ένα μέρος του εαυτού σου σ' αυτό το άγνωστο εγώ.
-...άσε που νόμιζα ότι δε θα ζεις πια, συμπλήρωσα τη δική μου πρόταση
αγνοώντας τη δική του.
-Μην αφήσεις τη σκιά της ταύτισης να έρθει μαζί σου απόψε, μου είπε με
ένα πλατύ χαμόγελο και με ελευθέρωσε από χρόνους και θανάτους.
-Πώς σου φαίνεται η Θεσσαλονίκη, η πόλη μας; Έχεις ξανάρθει; προσπάθησα να πω κάτι πιο
ελαφρύ.
-
Κοιτάζω από μακριά τη ζωή μιας τυχαίας βραδιάς σε μια μικρή πόλη και
συνειδητοποιώ ότι θα είμαι ξεκομμένος απ' όλες τις τυχαίες βραδιές ποιος ξέρει
για πόσο καιρό ακόμα, και σκέφτομαι πόσες χιλιάδες πόλεις σαν κι αυτήν
υπάρχουν, πόσες εκατοντάδες χιλιάδες φωτισμένα μαγαζιά μέσα στα όποια αυτήν την
ώρα ο κόσμος αφήνεται να γλιστρήσει στο σκοτάδι της νύχτας και δεν έχει στο
κεφάλι του ούτε μια από τις σκέψεις που έχω εγώ μα κάποιες άλλες, ίσως καθόλου
αξιοζήλευτες αλλά που αυτή τη στιγμή θ' άλλαζα ευχαρίστως με τις δικές μου με
οποιονδήποτε από αυτούς.
Σκέψου πως αυτή η πόλη έχει δει λίγο πολύ αυτές τις
φάτσες, τις συνηθισμένες φάτσες που συνηθίζουν να κυκλοφορούν στο κέντρο, και
οι διάφορες αυτές φάτσες κουβαλάνε πάντα το βάρος της συνήθειας που μεταδίδεται
ακόμα και σε όποιον, όπως εγώ, δεν έχει ξαναβρεθεί ποτέ εδώ πέρα αλλά καταλαβαίνει
πως αυτές είναι οι συνηθισμένες φάτσες, οι συνηθισμένες γραμμές του προσώπου
που ο καθρέφτης των μπαρ έχει δει να συσπώνται ή να ξεχειλώνουν, εκφράσεις που
τη μια βραδιά μετά την άλλη τσαλακώνονται και πρήζονται.
Γύρισα και κοίταξα τη δική μου φάτσα που καθρεφτιζόταν στην απέναντι
νυχτερινή βιτρίνα του ζαχαροπλαστείου. Έκανα μια συνηθισμένη γκριμάτσα και το
πρόσωπό μου τσαλακώθηκε και πρήστηκε κάπως στα πλάγια, σχηματίζοντας τις ίδιες συνηθισμένες του
γραμμές, όπως πάντα.
-Και να σκεφτείς, ότι μέχρι σήμερα δε σε ήξερα καθόλου, ξαναστράφηκα σοβαρή στον
Ίταλο. Ο κόσμος γλιστρούσε γύρω μας στους καλοφωτισμένους δρόμους, χωρίς να μας δίνει σημασία σα να μην υπήρξαμε ποτέ.
-Είναι καλό που δε με ξέρεις, αλλιώς θα υπήρχε κάτι σαν πέπλο από άλλες
εικόνες που θα σκέπαζε την εικόνα μου και θα την έκανε να φαίνεται θολή. Ένα
βάρος από αναμνήσεις που θα σε εμπόδιζαν να με δεις όπως βλέπει κανείς έναν
άνθρωπο για πρώτη φορά. Αναμνήσεις που θα έμεναν μετέωρες όπως ο καπνός κάτω
από τις λάμπες.
-Μα... καλά… σε τι γλώσσα μιλάμε; θυμήθηκα ξαφνικά να απορήσω.
-Ιταλικά φυσικά!
-Μα... αφού... δεν ξέρω Ιταλικά!
-Έλα, μην αφήνεις το παρελθόν να μπερδευτεί με το παρόν κι ούτε αυτά που ξέρεις ή δεν ξέρεις να γίνονται νοητική τροχοπέδη σου.
Κάθε στιγμή
μπορεί να συμβεί το κάθε τι, γι αυτό μην περιορίζεσαι. Σε μια ζωή, προγνωστικά
δε θα μπορούσαν να υπάρξουν.
Αμήχανη, επειδή δεν καταλάβαινα, έβγαλα από τη χαρτοσακούλα το βιβλίο του που μόλις μου είχε χαρίσει και το
περιεργάστηκα για να δώσω κάπως περισσότερο χρόνο στον εαυτό μου να σκεφτεί και
να καταλάβει και μετά γύρισα στο οπισθόφυλλο, λες κι εκείνη τη στιγμή, το πιο σημαντικό πράγμα ήταν να διαβάσω την σύντομη
παρουσίασή του.
-
Μας μαθαίνουν από μωρά να διαβάζουμε, με διέκοψε,
και μένουμε
όλη τη ζωή μας σκλάβοι των χιλιάδων γραφτών που μας ρίχνουν μπροστά στα μάτια
μας. Βέβαια τον πρώτο καιρό δυσκολεύτηκα κι εγώ να μάθω να μη διαβάζω, τώρα όμως
μου φαίνεται κάτι το απόλυτα φυσικό. Το μυστικό είναι να μην αρνείσαι να
κοιτάζεις τις γραμμένες λέξεις, αντίθετα πρέπει να τις κοιτάζεις έντονα ώσπου
να εξαφανιστούν.
Α, αυτό το κατάλαβα! Τι πρωτότυπος και όμορφος τρόπος για να το εκφράσει
κανείς! .....Τι θα γινόταν αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης μας έφερνε έναν νέο
τρόπο ανάγνωσης; θέλησα να το προεκτείνω λίγο παραπέρα.
-Όπως αυτόν που χρησιμοποιούν οι τυφλοί; έκανε τάχα ότι δεν αντιλήφθηκε αυτό που του είπα. Ποιος; Αυτός που τα βιβλία του διαβάζονται σε τόσα πολλά επίπεδα όσοι
και οι όροφοι του εμπορικού κέντρου εκεί απέναντι.
-Όχι, σαν αυτόν τον τρόπο της μη ανάγνωσης που μόλις είπες. Αντί να
διαβάζουμε με τα μάτια και να καταλαβαίνουμε νοήματα, να διαβάζουμε, ας πούμε, με την καρδιά και να
αισθανόμαστε το ρυθμό των λέξεων ή το συναισθηματικό τους μέγεθος και βάρος. Ή
(αμέσως μου 'ρθε κι άλλη μια ιδέα) όπως διαβάζουμε εμείς, έτσι να διαβαζόμαστε
ταυτόχρονα και από αυτό που διαβάζουμε, και το κείμενο που διαβάζουμε να
γεμίζει αυτόματα με τις σκέψεις μας και τις σκέψεις του κάθε αναγνώστη και να
μεγαλώνει συνέχεια. Έτσι, ένα βιβλίο που αλλάζει χέρια, να μεταβάλλεται συνεχώς και ποτέ να μην είναι το
ίδιο αν τυχόν το ξαναδιαβάζαμε… Και φαντάσου σε τι χέρια μπορεί να πάει ένα βιβλίο
και με τι διαφορετικές σκέψεις να γεμίσει... Και με τέτοια δεδομένα, σε ποιους θα διαλέγαμε
να το δανείσουμε και γιατί... κι ίσως μετά να θέλαμε να το ξαναδιαβάσουμε...
-Μα, ήδη,
η ατμόσφαιρα αυτού του βιβλίου που κρατάς είναι χιλιάδες άλλα
βιβλία μαζί και ένας από τους ήρωές του είσαι κι εσύ, μου είπε και μου
'δωσε ραντεβού στο δρόμο του Σαν Τζιοβάνι γιατί σε λίγο θα γινόταν αόρατος,
λέει, στα πλαίσια της επίσκεψής του στην ...αόρατη πόλη μας.
-Φεύγεις κιόλας; Και ποια αόρατη πόλη μας; ρώτησα κοιτάζοντας τριγύρω σα χαζή λες κι εκείνη τη
στιγμή θα μπορούσα να εντοπίσω και να δω τα ...αόρατα της πόλης μας!
-
Τι είναι σήμερα η πόλη για σένα; Με ρώτησε αυτός με ένα
αρκετά σοβαρό ύφος και πρωτού να προλάβω να του απαντήσω συνέχισε:
Η κρίση
της πολύ μεγάλης πόλης είναι η άλλη όψη της κρίσης της φύσης. Οι πόλεις είναι
ένα σύνολο πραγμάτων: απομνημονεύσεων, επιθυμιών, σημείων μιας γλώσσας• οι
πόλεις είναι τόποι ανταλλαγών, όπως εξηγούν όλα τα βιβλία της οικονομίας, αλλά
οι ανταλλαγές αυτές δεν είναι μονάχα ανταλλαγές εμπορευμάτων, είναι και
ανταλλαγές λέξεων, πόθων, αναμνήσεων. Προσπάθησε να δεις την εικόνα της
ευτυχισμένης πόλης που συνεχώς αλλάζει σχήμα και χάνεται, κρυμμένη μέσα στη
δυστυχισμένη πόλη...
Μα τι λέει; Ποια ευτυχισμένη πόλη με όλο αυτό το τσιμέντο και το
κυκλοφοριακό χάος; Σαν κουρδισμένη άρχισα αμέσως να παραληρώ:
-Το βλέμμα μας και οι αισθήσεις μας στην πόλη σκοτώνονται από το γκρι. Όπως
και από τα αμετροεπή ψεύτικα χρώματα κι αρώματα των καλοντυμένων νωδών
προσόψεων που κατασκευάζουμε γύρω μας. Κυκλοφορούμε με πληγωμένα βλέμματα και
αισθήσεις που αιμορραγούν από την τσιμεντοποίηση και την χωροταξική ραστώνη.
Και τι να σου κάνει η σπάνια κι ολοένα συρρικνούμενη συσκευασμένη Φύση σε μορφή
κοσμοβριθών πάρκων και μικρών αλσυλλίων; Πόσο ζείδωρη μπορεί να είναι σε
σύγκριση με την έμπλεη χαρά της γνήσιας και παντοίας επαφής μαζί της; Φευγαλέο
ξεγέλασμα αισθήσεων.
Αγχίνους μνήμη. Ποια ευτυχία θα καταφέρει να ζήσει μέσα σε
κατασκευασμένες εικονικές αλληλουχίες…
Πίστευα ότι τα 'λεγα καλά και μάλιστα και πολύ λογοτεχνικά, στο ύφος που θα
άρμοζε να μιλάω με έναν συγγραφέα, αλλά μάλλον κάτι έκανα λάθος, επειδή, μόλις
που πρόλαβα να δω τον μη Ιταλό Ίταλο να εξαφανίζεται στη σελίδα 27 του βιβλίου
του, ακριβώς εκεί όπου είχα σταματήσει το διάβασμα την προηγούμενη βραδιά.
-Μα, έτσι; Χωρίς ούτε ένα τσιάο; σκέφτηκα…
(ΣΗΜ: Τα κείμενα με πλάγια γραμματοσειρά είναι αυτούσια κείμενα από βιβλία του Ίταλο Καλβίνο. Τα υπόλοιπα... δική μου φαντασία.
Αγχίνους Μνήμη: Κείμενο από παλιότερη ανάρτηση μου)
.