Γιάννης Τόλιας, Αποσπάσματα
Κάθονταν παράμερα
και κοιτούσε το ρολόι του Ποιήματος
περιμένοντας το ξυπνητήρι
να χτυπήσει τη δική της απόχρωση
Απόψε
την ανάσα σου κοιμήθηκα
κάτω απ’ το μαξιλάρι μου.
Τουλάχιστον συνομιλούμε στα όνειρα.
Πόσο μου έλειψε
η ομηρία της αγκαλιάς σου.
Τι άλλο πιο μάταια ένδοξο
από την υλακή ενός μοναχικού λύκου
στο φεγγαρόφωτο.
Αξημέρωτα δάκρυζε το ποίημα
Γιατί έλειπες.
Άργησα και με κλείδωσαν έξω οι λέξεις σου.
Σε ποιους βυθούς
Χτίζεις και γκρεμίζεις ποιήματα;
Κάθε πρωί που έφευγες
άφηνες πάνω στον καθρέφτη
την αιχμηρή δύση των χειλιών
Τόσα φιλιά ηλιοβασιλέματα
έχω στη συλλογή μου.
Πείτε μου τώρα αν αρέσω
Γιατί με πλάνεψε
κι έκοψα κοντά τα μαλλιά μου
Να μην αναρριχούνται λέει
πάνω τους τα ποιήματα.
Θα συντρίψω όλες τις αντιστάσεις σου
Έστω κι αν χρειαστούν ζωές
Θα φυσάω άνεμος κρυφός
πάνω από την κλίνη σου
σκορπώντας τα σεντόνια
Γυμνή να καθρεφτίζεσαι στα μάτια μου
Με χαμηλόφωνες ματιές
Τώρα που ο άνεμος
το γαλάζιο σου
ανεμίζει
νυχτικό
Έτσι που η νύχτα
γυμνή να εκτεθεί
Αμετανόητος
Ανταλλάσσω την πανσέληνο
με το κορμί σου
Κι ένα τραγούδι:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου