Παρασκευή 10 Αυγούστου 2018
18
Την κατάλαβα μετά το τρίτο σεντόνι που άπλωσα.
Ήταν εκεί πάλι, ατρόμητη, στο τόξο της διπλανής οικοδομής και παρακολουθούσε τις κινήσεις μου.
Την πρώτη φορά, πριν κανένα μήνα, την είδα καθώς έτρωγα το πρωινό μου. Ήταν άκρη-άκρη στο γείσο της διπλανής ταράτσας, σε απόσταση μέτρου και με κοίταζε. Εξοικιώθηκε μαζί μου, σκέφτηκα, τόσες φορές που 'χουμε συναντηθεί στο μπαλκόνι.
Της μίλησα να την καλωσορίσω και μετά σηκώθηκα και πήγα να φέρω ξερό ψωμάκι να της το πετάξω.
Να δεις που θα τρομάξει, θα φύγει αναστατωμένη αλλά μετά θα γυρίσει να δει τι ήταν και θα το βρει...
Ούτε που τρόμαξε, ούτε τίποτα. Χοροπήδησε σαν καλή κυρία να πάει κοντά του κι άρχισε να το τσιμπολογάει. Ούτε που ταράχτηκε όταν της πέταξα και τα επόμενα. Λες και το κάναμε χρόνια αυτό και το 'χε συνηθίσει.
Και μετά ήρθε να τσιμπολογήσει μαζί της και το ζευγάρι της (έτσι νόμισα) και χάρηκα που θα κάναμε όλοι μαζί ψωμάκι-πάρτι πρωινιάτικα.
Μα, εκείνη αγρίεψε, φούσκωσε τα φτερά της και του επιτέθηκε διώχνοντάς το.
-Γιατί βρε κακίστρω το διωξες; την ρώτησα. Είχε μπουκωμένο στόμα δεν μ' απάντησε.
Τι γίνεται εδώ, σκέφτηκα, γιατί δεν το θέλει;
Εκείνο πέταξε στο απέναντι καλώδιο της ΔΕΗ και μετά ήρθε μια άλλη δεκαοχτούρα κι όλο ακουμπούσαν τις μύτες τους και του 'κανε ζηλευτές τρυφεράδες. Κοίτα να δεις, που ήταν αλλουνού ταίρι κι έτρεξε αμέσως να του συμπαρασταθεί και να το παρηγορήσει!
Όμως, άμα εκείνο είναι το ζευγάρι που 'χω συνηθίσει να βλέπω τόσν καιρό - ο Τζίμης και η Φλώρα όπως τους ονόμασα -ετούτη εδώ η μπαγάσω η μόνη της που δεν με φοβάται, ποια είναι;
Αχ, δεν ξέρω, έχασα τον λογαριασμό. Οι δεκαοχτούρες είναι σαν τους κινέζους. Όλες ίδιες μου φαίνονται. Δεν μπορώ να βάλω σημάδια και να τις ξεχωρίσω. Ήταν δυο στην αρχή και τώρα γεμίσαμε από δαύτες.
Μα, κι αν ήταν κανένα παιδί τους, δεν θα το 'βλεπα κι από πιο μικρό; Βγαίνουν φασόν όλες στο ίδιο μέγεθος από γεννησιμιού τους;
Και σήμερα την ξαναπρόσεξα που ήταν πάλι εκεί δίπλα στραμένη προς το μέρος μου και παρακολουθούσε τι έκανα ποιος ξέρει για πόση ώρα.
Την κοίταξα, με κοίταξε... και μετά ξεκίνησε πρώτη τη συζήτηση.
-Σε έπιασαν οι νοικοκυροσύνες σήμερα ε; με ρώτησε.
-Άσε με να απλώσω και βιάζομαι, της απάντησα.
-Γιατί, έχεις το γάλα στη φωτιά;
-Μμμμ, δεκαοχτουρίσιο χιούμορ! Πήγε κιόλας επτά και βιάζομαι για να μη με βρει ο ήλιος που δεν τον αντέχω. Όλη μέρα ψήνει το μπαλκόνι.
-Χμ, τον ήλιο αποφεύγεις μόνο ή και το φως;
-Βρε, δεν με παρατάς που άρχισες και τα ψυχολογικά με τους συμβολισμούς τώρα. Δεκαοχτούρα Γιούνγκ!
-Και Γινγκ και Γιάνγκ άμα θες για σένα!
-Μωρέ καλά το λέω ότι είσαι κινέζα...
-Δεν είμαι, αλλά ξέρω καλά να την κάνω κι αυτήν και την φιλη-πινέζα κι άλλες...
-Άστα αυτά σε μένα και πρόσεξε μη σε πιάσω και σου αφαιρέσω την οχτουρά σου και φύγεις από δω σκέτη δεκάρα!
-Το δέκα το καλό όμως ε;
-Βρε, βάσανο, τι θες πρωινιάτικα από μένα που μου πουλάς και πνεύμα;
-Εγώ τι θέλω ή εσύ που πριν απλώσεις έπλενες τόση ώρα το μπαλκόνι και σκούπισες τους σπόρους και τα ψίχουλα που περίμενα να τσιμπολογήσω;
-Μην είσαι αχάριστη! Εκείνο το θεριό αγριόχορτο για σένα το κρατούσα τόσον καιρό, γιατί σε είδα που ερχόσουν και νοστιμευόσουν τους σπόρους του.
-Μμμμ, καλά σε πίστεψα, Και το άλλο το χνουδωτό, που δεν του δίνω σημασία, γιατί το κρατάς;
-Γιατί, ακόμα δεν άνοιξαν τα μπουμπούκια του, ήρθε μια μέλισσα και τα 'ψαχνε τόση ώρα, γι αυτήν το κρατώ...
-Καλά-καλά, άσε όμως τη νοικοκυροσύνη και την τόση αφοσίωση στο άπλωμα και κοίτα λίγο και κανα πρόβατο.
-Τι πρόβατο καλέ; Λάλησες δεκαοχτούρα;
-Μωρέ κάθε πρωί λαλώ εγώ, αλλά ποιος μ' ακούει...
-Εγώ! Εγώ σε ακούω κάθε πρωί και σένα και τις άλλες κι αναρωτιέμαι τι στο καλό λέτε και μου παίρνετε τ' αυτιά όλη την ώρα..
-Ε, κάτι δικά μας και για τον καιρό. Συννεφάκια σήμερα, δεν τα 'δες που σ' αρέσουν! Έχουν και ωραίες μαβιές αποχρώσεις...
-Α, αυτά τα πρόβατα εννοούσες πριν;
-Όχι εσένα όταν κοιτιέσαι στον καθρέφτη, γλου-γλου-γλου!
-Βρε, δεν σου ρίχνω ψωμί σήμερα που να χτυπιέσαι!
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου