Μεθούσε με τα ίδια του τα λόγια. Τα άκουγε ξανά και ξανά, σαν γουλιές από ακριβό κρασί. Ο λόγος του ηχογραφημένος κι αυτός να βιώνει από την αρχή, λέξη προς λέξη, τα συναισθήματα που προκάλεσε.
Τις πρώτες φορές τον άκουσε ερευνητικά, μην του 'χε ξεφύγει κάποιο λάθος. Σα σιγουρεύτηκε ότι όλα ήταν εντάξει, μπήκε στη θέση του ακροατηρίου κρατώντας, όμως, ταυτόχρονα και την ικανοποίηση του ομιλητή.
Πόσες φορές έπρεπε να ακούσει όσα είχε πει για να χορτάσει τα κενά του, ούτε αυτός ήξερε. Είχε κλείσει τα τηλέφωνα και είχε απομονωθεί στο γραφείο του. Η εικοσάλεπτη ομιλία ήταν η μόνη που γέμιζε συνεχώς το χώρο και το χρόνο. Κι αυτός χαμένος στην πολυθρόνα του να προσπαθεί να ανακαλύψει όλο και κάτι καινούργιο από όσα μπορεί να προκάλεσε στο ακροατήριο.
Μέχρι που, γεμάτος από την πληρότητα των συναισθημάτων που είχε τεχνητά δημιουργήσει, έκλεισε το μαγνητόφωνο και βγήκε στο δρόμο. Στο πρόσωπό του είχε μια έκφραση σιγουριάς, ικανοποίησης και ανωτερότητας. Το βλέμμα του έλαμπε. Περπατούσε σα να συμμετείχε σε διαφήμιση τύπου: "δεν περπατώ αλλά πετώ", ενώ γύρω του έβλεπε άσχετα ανθρωπάκια να τον προσπερνούν βιαστικά, χωμένα όπως συνήθως στη μιζέρια τους.
Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου